Η κυβερνώσα ριζοσπαστική Αριστερά οφείλει να μην διολισθήσει στην εποχή του Λισένκο και του σταλινικού δόγματος : «εάν η αλήθεια δεν συμφωνεί με την ιδεολογία και τις απόψεις μας, τόσο το χειρότερο για την αλήθεια»!
Η αλήθεια που πρέπει να ειπωθεί στον ελληνικό λαό είναι ότι, παρά την πεισματική αντίθετη κυβερνητική ρητορεία, οι κυβερνητικοί εταίροι αποδέχθηκαν πλήρως τις συμφωνίες της χώρας με τους δανειστές της, αποδέχθηκαν τα μνημόνια και τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα.
Η αίτηση που υπέβαλε ο υπουργός Οικονομικών για την παράταση της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης της Ελλάδας και η αποδοχή της από το Eurogroup, δεν συνιστούν απλώς παράταση της δανειακής σύμβασης, αλλά και αποδοχή όλων των όρων που συνοδεύουν αυτή τη σύμβαση.
Η Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης προβλέπει ρητά στο προοίμιό της και στο κεφάλαιο των «Ορισμών», ότι τα μνημόνια αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της. Αντιλαμβάνομαι τη δυσκολία της κυβέρνησης, αλλά είναι αδιανόητο να λέγονται τέτοιες ανακρίβειες σε ένα ελάχιστα ενημερωμένο κοινό, που απεγνωσμένα προσπαθεί να κρατηθεί από το τελευταίο ισχνό κλωνάρι ελπίδας.
Πίσω από τις δηλώσεις περί δημιουργικής ασάφειας, πίσω από τις δηλώσεις για τον πλούτο των ευφημισμών που διαθέτουν οι ευρωπαϊκές γλώσσες, πίσω από τη μαγική «εξαφάνιση» των μνημονίων και της τρόικας, κρύβεται ένας εγχώριος συλλογικός διαπραγματευτής που εξαρχής επιχείρησε λανθασμένη διαπραγμάτευση, επιλέγοντας λάθος πεδία σύγκρουσης.
Η κυβέρνηση, από την πρώτη ημέρα του σχηματισμού της, διακήρυξε σε όλους τους τόνους, ότι ο ελληνικός λαός κατήργησε με την ψήφο του το ισχύον πρόγραμμα και τα μνημόνια. Η κορωνίδα των συλλογισμών της ήταν ότι δεν θα ζητήσει ούτε την τελευταία δόση της δεύτερης δανειακής σύμβασης, ύψους 7,2 δις ευρώ, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτομάτως ότι αποδέχεται την παράταση του προγράμματος και αναγνωρίζει τις συμφωνίες των προηγούμενων κυβερνήσεων. Σε μιαν επίδειξη κλασικής στρατηγικής αστοχίας, η κυβέρνηση επέλεξε να συγκρουσθεί με τους δανειστές στο μοναδικό πεδίο στο οποίο ήταν βέβαιη η ήττα της.
Μη αποδεχόμενη το παλαιό πρόγραμμα, η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να εκπονήσει νέο και κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο μέσα σε ανύπαρκτο χρόνο. Το τέλος Φεβρουαρίου του 2015 φάνταζε εφιαλτικό, καθώς η χώρα, χωρίς την ύπαρξη οποιουδήποτε συμφωνημένου πλαισίου, κινδύνευε να μείνει αποκλεισμένη και από τις αγορές και από τους δανειστές. Οι δανειστές γνώριζαν ότι ο χρόνος λειτουργεί σε βάρος της Ελλάδας και η ελληνική κυβέρνηση διαμόρφωνε το απόλυτο κενό σε εκμηδενισμένο χρόνο.
Το χειρότερο όλων ήταν, ότι κανείς από τους ξένους συνομιλητές του Έλληνα πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών δεν μπορούσε να κατανοήσει την έννοια της ασυνέχειας του ελληνικού κράτους ως προς τις διεθνείς δεσμεύσεις του, έννοια που υπολανθάνει στη ρητορική των κυβερνητικών εταίρων. Μερικοί, μάλιστα, ξένοι ηγέτες είχαν πραγματική πρόθεση να ευνοήσουν την εφαρμογή διαφορετικής πολιτικής για το ελληνικό πρόβλημα. Ακόμη και το μήνυμα Ομπάμα αναγνώσθηκε λανθασμένα. Ο Αμερικανός Πρόεδρος διαμήνυσε ότι δεν πρέπει να πιεσθεί άλλο η Ελλάδα από πολιτικές λιτότητας, σε κανένα, όμως, Έλληνα δεν διαμήνυσε ότι θα στηρίξει την κυβερνητική συγχορδία περί καταργήσεως πάντων των προγραμμάτων και απασών των συμφωνιών με τους δανειστές. Ανάλογο μήνυμα εξέπεμπαν η γαλλική και η ιταλική ηγεσία. Ματαίως. Η ελληνική κυβερνητική μεγαλοστομία απέτρεψε τη συγκρότηση μιας κρίσιμης διεθνούς συμμαχίας, διατεθειμένης να στηρίξει την προβολή της μόνης κατανοητής και δικαιολογημένης ελληνικής αξίωσης: να μη συνεχισθούν οι πολιτικές δημοσιονομικού στραγγαλισμού και της λιτότητας. Αυτό έπρεπε και να είναι το σαφές, το οριοθετημένο πεδίο της διαπραγματευτικής μάχης μας. Η σκληρή άρνησή μας έπρεπε να αφορά τις πολιτικές της λιτότητας και της ύφεσης, όχι τη συνολική αμφισβήτηση των συμφωνιών με τους δανειστές.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση οδηγήθηκε σε ανατροπή των θέσεών της . Υπέβαλε αίτηση παράτασης του ισχύοντος προγράμματος, ζήτησε ασμένως τα 7,2 δις ευρώ και ανέλαβε δεσμεύσεις που δεν έχουν καμιά σχέση με τις προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να ασκεί μια προπαγανδιστική τακτική, σαν να μην άλλαξε τίποτα. Πολιτευόμενη με όρους εσωτερικής κατανάλωσης, ασκείται σε ένα γκροτέσκο παιχνίδι μετονομασιών. Η τρόικα γίνεται «θεσμοί» και μετά «ομάδα των Βρυξελλών». Ο έλεγχος των δανειστών ανά υπουργείο, μετονομάζεται σε συζήτηση με χαμηλόβαθμα τεχνικά κλιμάκια ανά ξενοδοχείο. Οι ημέτερες μονομερείς ενέργειες, για την αποφυγή των οποίων δεσμευτήκαμε, ατυχώς, με το κείμενο της 20ης Φεβρουαρίου, δηλώνονται ως αυτονόητο κυβερνητικό δικαίωμα. Η πανηγυρική δήλωση περί «δημιουργικής ασάφειας» υπονοεί μεγάλη διαπραγματευτική επιτυχία, παρότι άγνωστος ο «επιτευχθείς» στόχος.
Η πρώτη «αριστερή κυβέρνηση» της χώρας έχει πολύ μικρό χρόνο για να αντιληφθεί τι διαχειρίζεται. Πίσω από την υποκριτική χρήση των λέξεων κρύβεται η έλλειψη σαφήνειας θέσεων και διαπραγματευτικής τακτικής, πίσω από τις μετονομασίες η έλλειψη θάρρους και ειλικρίνειας. ΄Οταν τελειώσει ο χρόνος, ελπίζω η μόνη διάκριση της κυβερνητικής συμμαχίας να μην είναι η στωμυλία.
Χάρης Καστανίδης