Η κρίση και το μέλλον της Δημοκρατίας
Με αφορμή την κρίση χρέους που ξέσπασε το 2010, η Ελλάδα βασανίζεται τρία χρόνια τώρα από την εφαρμογή μιας ανελέητης πολιτικής δημοσιονομικής προσαρμογής, στο πλαίσιο μιας εμμονικής μυωπικής και καταστροφικής νεοφιλελεύθερης σύλληψης για τη λύση του ελληνικού προβλήματος, λύση που εμπνεύσθηκαν το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η γερμανική ορθοδοξία και εφαρμόζουν οι εγχώριες κυβερνήσεις.
Οι συνέπειες είναι ήδη οδυνηρές. Η ελληνική οικονομία έχει περιπέσει σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και ανεργίας. Μέσα σε 4 χρόνια η Ελλάδα έχει απωλέσει το 25,5% του εθνικού της εισοδήματος, μόνο το 2012 η ύφεση άγγιξε το 7% και θα κινηθεί στα ίδια περίπου επίπεδα και το 2013, ενώ μικρομεσαίες επιχειρήσεις και άλλες υγιείς παραγωγικές μονάδες καταστρέφονται από την έλλειψη ρευστότητας. Ο δείκτης της ανεργίας θα αγγίξει το 30% μέσα στο τρέχον έτος. Η ελληνική κοινωνία διαλύεται και μεγάλα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού αντιμετωπίζουν συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης. Η μεσαία τάξη συρρικνώνεται δραματικά, το 1/3 περίπου του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, 500 χιλιάδες παιδιά υποσιτίζονται, ενώ ένα κύμα νέων ανθρώπων, επιστημόνων κυρίως, μετακινείται στο εξωτερικό, καθώς η ανεργία μεταξύ των νέων ανέρχεται ήδη στο 58%.
Καμία δημοκρατική χώρα δεν επιβιώνει με κατεστραμμένους τους πολίτες της, γι’ αυτό χρειαζόμαστε επειγόντως ένα πειστικό εναλλακτικό εθνικό σχέδιο για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Το σχέδιο αυτό πρέπει να υπερβαίνει τη σχηματοποιημένη αντίθεση μνημονιακών – αντιμνημονιακών πολιτικών, πρέπει να περιλαμβάνει μια συνεκτική δέσμη ιδεών για την παραγωγική και θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας. Η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα παραγωγική δομή, με παραγωγικούς τομείς δυναμικούς, που ευνοούν την ενδογενή ανάπτυξη και παράγουν πλούτο. Παραμένουμε απολύτως πιστοί στην παραδοσιακή κεϋνσιανή αρχή της αναδιανεμητικής λειτουργίας του κράτους με οδηγό την κοινωνική δικαιοσύνη. Πριν, όμως, από τη δίκαιη αναδιανομή, πρέπει να παραχθεί επαρκής πλούτος. Γιατί μόνο η αύξηση των εισοδημάτων, μέσω της αναδιανομής, χωρίς αυτή να συνδυάζεται με την ύπαρξη μιας ισχυρής εθνικής παραγωγικής βάσης, θα ευνοήσει άλλες χώρες, καθώς η αύξηση του εισοδήματος θα διοχετευθεί στην κατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Να γιατί, το εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να είναι ένα σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Το δεύτερο θεμελιώδες κεφάλαιο του εναλλακτικού εθνικού σχεδίου για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση πρέπει να αφορά τη θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας, δηλαδή την αναδιοργάνωση των δημοκρατικών θεσμών, του πολιτικού συστήματος και της διοίκησης. Είναι επιτακτική ανάγκη η ριζική αναδιοργάνωση της Δημοκρατίας, ώστε το γενικό δημόσιο συμφέρον να καταστεί η μόνη ισχυρή κανονιστική αρχή των πολιτικών αποφάσεων. Δεν θα υπάρξει κανένα φωτεινό σημάδι στην εθνική μας πορεία, εάν δεν επαναδιατυπωθεί ολότελα το δημοκρατικό αίτημα, εάν δηλαδή δεν εκμηδενισθεί η ασφυκτική επιρροή ολιγαρχικών ομάδων του πλούτου και της εξάρτησης στα κέντρα λήψης των πολιτικών αποφάσεων και δεν αυξηθεί, αντιστρόφως, η επιρροή του λαϊκού παράγοντα σε αυτά. Η θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας πρέπει να κατατείνει στη διαμόρφωση ενός νέου κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού μοντέλου, εφοδιασμένου με ισχυρούς εξισορροπητικούς μηχανισμούς, που μετατρέπουν την κυριαρχία της αγοράς σε κυριαρχία της κοινωνίας και των αναγκών της, που μεταμορφώνουν τη Δημοκρατία από μαραζωμένη αντιπροσώπευση σε ένα θεσμικό σχηματισμό δυναμικά διαμορφούμενο από άμεσες λαϊκές πρωτοβουλίες, που μετατρέπουν τη γνώση από ανταγωνιστικό πλεονέκτημα λίγων σε διάχυτη κοινωνική ικανότητα για την υπεράσπιση των ανθρωπιστικών αξιών.
Η θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας πρέπει να υπηρετεί το αίτημα της δίκαιης και δημοκρατικής Ελλάδας. Να διατυπώσουμε το αξίωμα: η Ελλάδα, και κάθε χώρα, για να είναι δίκαιη πρέπει να είναι δημοκρατική. Αλλιώς δεν γίνεται! Μας το αποδεικνύει η παγκόσμια και εγχώρια πραγματικότητα σήμερα. Από τη στιγμή που αναδύθηκε η οικονομική και τεχνολογική παγκοσμιοποίηση, ανακαλύφθηκε και το δόγμα του τέλους της ιστορίας. Όπως παρατηρεί ο Μαρκ Οζέ «το τέλος της ιστορίας δεν είναι το τέλος της συμβαντολογικής ιστορίας. Είναι η επιβεβαίωση μιας υποτιθέμενης γενικής συμφωνίας για τον ισχυρό και ακατάλυτο εφεξής δεσμό ανάμεσα στην οικονομία της αγοράς και τη Δημοκρατία». Μόνο που οι εμπνευστές του δόγματος απέκρυψαν ποια ακριβώς είναι η φύση της Δημοκρατίας που συνδέεται με την οικονομία της αγοράς, γιατί η δυναστική κυριαρχία της αγοράς αλλοίωσε τη Δημοκρατία, τη μετέτρεψε σε αυτό που προσφυώς ο Κόλιν Κράουτς χαρακτήρισε Μεταδημοκρατία. Δηλαδή, ένα αντιπροσωπευτικό καθεστώς, στο εσωτερικό του οποίου η οικονομία αποφασίζει και η πολιτική υποτάσσεται, τα κέντρα οικονομικής ισχύος καθορίζουν τις αποφάσεις και οι πολίτες παραμένουν αδρανείς στο περιθώριο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης χειραγωγούν μετατρέποντας τους πολίτες από ιστορικά υποκείμενα σε καταναλωτές. Οι καταναλωτές, ως γνωστόν, αρκούνται στον κόσμο τους. Με δυο λόγια, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση αύξησε τις ανισότητες μεταξύ των χωρών, όπως και στο εσωτερικό των κοινωνιών, ενώ ταυτόχρονα υπονόμευσε τη Δημοκρατία με την κυριαρχία του οικονομικού επί του πολιτικού. Συνεπώς, η ανασύνταξη της Δημοκρατίας και η υπεροχή της πολιτικής έναντι της οικονομίας, αποτελούν προϋπόθεση για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης και της ισότητας.
Είναι προφανές, ότι χρειάζεται να ξαναανακαλύψουμε τη Δημοκρατία, να την αναζωογονήσουμε και να της δώσουμε νέο περιεχόμενο, διαστάσεις και βάθος. Το εγχείρημα δεν αφορά την παγκόσμια κλίμακα, αν και η συζήτηση είναι χρήσιμη, γιατί υπάρχει μεν πλανητικός χώρος, αλλά δεν υπάρχει πλανητικός δημόσιος χώρος. Το εγχείρημα θα κινηθεί στα όρια των εθνικών συγκροτήσεων. Μας αφορά η Ελλάδα. Οδηγός μας πρέπει να είναι η σκέψη του Καστοριάδη για την αθηναϊκή δημοκρατία, στην οποία απέδωσε την αδιάλειπτη ικανότητα να υπερβαίνει τον εαυτό της, χωρίς να εγκλωβίζεται στα όρια μιας πραγματωθείσας κουλτούρας. Με σύγχρονους όρους αυτό σημαίνει, ότι ο πνευματικός κόσμος πρέπει να εγερθεί και να πυκνώσει τις τάξεις ενός νέου πνευματικού κινήματος που θα διατυπώσει δημόσια τον προβληματισμό του για το μέλλον της Δημοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό του πνευματικού κινήματος, πρέπει να αναδυθεί και ένας νέος συνταγματικός διαφωτισμός, γιατί πολλές από τις οφειλόμενες μεταβολές του δημοκρατικού συστήματος αφορούν την αναθεώρηση του Συντάγματος της χώρας.
Η επαναθέσμιση της Δημοκρατίας πρέπει να στηριχθεί σε δύο κατευθυντήριες αρχές. Η πρώτη, είναι η αρχή μιας νέας ισορροπίας μεταξύ των διακεκριμένων εξουσιών, αλλά και στο εσωτερικό κάθε εξουσίας ξεχωριστά. Το επιθυμητό είναι κάθε εξουσία να αντιρροπεί τη λειτουργία των άλλων, όχι για να τις ακυρώνει, αλλά για να προκύπτει συνθετική δημοκρατική απόφαση, χωρίς τον κίνδυνο να συγκεντρώνεται ανέλεγκτη εξουσία σε κάποιον θύλακο της δημοκρατικής επικράτειας. Έχω υπόψη μου τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, που αθέλητα οδήγησε σε ένα ασφυκτικά ελεγχόμενο πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα. Συνεπώς, πρέπει να φανταστούμε τη συνταγματική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας και ως αντίρροπη στην εξουσία του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης, χωρίς βεβαίως να καταστρατηγείται η αρχή της δεδηλωμένης. Η ίδια εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας να προκηρύσσει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για μείζονος σημασίας θέματα ή η υποχρέωση της Βουλής να ψηφίζει με αυξημένη πλειοψηφία νόμο που ανέπεμψε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα για το πώς μπορεί να εξασφαλισθεί μια νέα δημοκρατική ισορροπία στο εσωτερικό της εκτελεστικής εξουσίας. Η Ισλανδία κατάφερε να αποφύγει τις καταστροφικές συνταγές των δανειστών της, επειδή, μεταξύ άλλων, ο Ισλανδός Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε την εξουσία και την πρόνοια να προκαλέσει δημοψηφίσματα.
Κατά τον ίδιο τρόπο η νομοθετική εξουσία πρέπει να αποκτήσει αυθεντική και ανεξάρτητη νομοθετική πρωτοβουλία, ακυρώνοντας τη δυνατότητα της εκτελεστικής εξουσίας να καθορίζει τον τρόπο του νομοθετείν ή να παρακάμπτει τη Βουλή ασκώντας καταχρηστικά έκτακτες νομοθετικές εξουσίες. Τα τελευταία τρία χρόνια η νομοθετική παραγωγή συνιστά ευθεία προσβολή της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Υπό τον εκβιασμό του χρόνου, που επιβάλλει η τρόϊκα, και με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, η Βουλή νομοθετεί ψηφίζοντας στη συσκευασία ενός νόμου ή ακόμη και ενός άρθρου δεκάδες διαφορετικούς νόμους, συρραμένους στα εργαστήρια μεγάλων νομικών εταιρειών που συνεργάζονται με τους δανειστές και την ελληνική κυβέρνηση. Πρακτική γνώριμη για όσες χώρες περάσανε από τα καυδιανά δίκρανα της Σχολής του Σικάγο, από τη Χιλή του Πινοσέτ μέχρι τη Βολιβία του Πας Εστενσορο και από την Πολωνία της Αλληλεγγύης μέχρι την Ελλάδα του σήμερα. Ουδείς ελέγχει, ποιος υπηρετείται από πλειάδα νομικών ρυθμίσεων, που απνευστί ψηφίζονται στη Βουλή. Ο κανονισμός της Βουλής πρέπει να τροποποιηθεί αυστηρά και να αποτελέσει τον νέο καταστατικό χάρτη ενός σώματος που θα καταστεί η κιβωτός της λαϊκής κυριαρχίας. Τα παραδείγματα των αντιρροπήσεων είναι πολλά. Μένω για λόγους οικονομίας του χρόνου σε αυτά.
Η δεύτερη κατευθυντήρια αρχή για την επαναθέσμιση της Δημοκρατίας πρέπει να κατατείνει σε μια αρχιτεκτονική των δημοκρατικών θεσμών, σε ένα θεσμικό σχηματισμό που θα τροφοδοτείται και θα διαμορφώνεται δυναμικά από τις λαϊκές πρωτοβουλίες και την κοινωνική δυναμική. Αυτό σημαίνει ότι κατοχυρώνεται η θεσμικά οργανωμένη επέμβαση του λαϊκού παράγοντα στα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Τέτοιο παράδειγμα συνιστά η δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφίσματος για σοβαρά κοινωνικά ζητήματα, μετά από συγκέντρωση υπογραφών από ένα ποσοστό των εκλογέων. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η διαρκής ενίσχυση της τοπικής εξουσίας, με την έννοια ότι ένα πλέγμα δικαιωμάτων πρέπει να ασκείται σε διοικητικές ενότητες που είναι πολύ κοντά στον πολίτη, άρα είναι εύκολα προσβάσιμες και ελέγξιμες από αυτόν, συγκριτικά με την πιο απόμακρη εθνική διάσταση. Η ενίσχυση της τοπικής αυτονομίας πρέπει να συνδεθεί με την ανάδυση ενός νέου πνεύματος, ενός νέου εγχειρήματος που ο Κατσιάρι, πρώην δήμαρχος Βενετίας, ονομάζει τοπικό φεντεραλισμό. Φεντεραλισμός που θα επιτρέψει την οργάνωση πολλαπλών σχέσεων ανταλλαγής, συναγωνισμού και αλληλεγγύης μεταξύ πόλεων και περιοχών. Τα τοπικά δίκτυα αυτονομίας που θα αρθρωθούν στο εσωτερικό του φεντεραλισμού της βάσης μπορεί να είναι η νέα δημοκρατική πρόκληση και η απάντηση στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.
Καταλήγω. Μιλώντας για το μέλλον της Δημοκρατίας πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε για την έννοια της δημοκρατικής ζωής, για το τι σημαίνει αυτό, που η Σανταλ Μουφ ονομάζει «σφύζουσα δημοκρατική κοινωνία» και ποια είναι η πολιτική που οδηγεί σε αυτή. Για να χρησιμοποιήσω τις διατυπώσεις της ίδιας, η δημοκρατική πολιτική είναι η συγκρουσιακή και ανταγωνιστική πολιτική και όχι το ουδέτερο εγχείρημα των συναινέσεων στο Κέντρο, στόχος δε των δημοκρατικών θεσμών «δεν είναι να εδραιώσουν την ορθολογική συναίνεση στη δημόσια σφαίρα, αλλά να εκτονώσουν το δυναμικό της εχθρότητας που υπάρχει στις ανθρώπινες κοινωνίες».