Ομιλία του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Χάρη Καστανίδη κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής του νομοσχεδίου ««ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το νομοσχέδιο για την τροποποίηση του νόμου περί ευθύνης Υπουργών, που εισηγείται η Κυβέρνηση, είναι αποτέλεσμα πάνδημου αιτήματος και ώριμη συνέπεια της εμπειρίας που αποκτήσαμε από την εφαρμογή του μέχρι τώρα ισχύοντος νόμου 3126.

Περιλαμβάνει ουσιαστικές αλλαγές που ταυτόχρονα έχουν συμβολική ηθική σημασία.

Οι αλλαγές αυτές κινούνται στο πλαίσιο που επιτρέπει η αναλυτική διατύπωση του άρθρου 86 του Συντάγματος. Συνεπώς, η υποχρέωση της Βουλής των Ελλήνων να προχωρήσει σε θεμελιώδεις αλλαγές του νόμου περί ευθύνης Υπουργών πρέπει να περιμένει μέχρι την έναρξη του επόμενου αναθεωρητικού εγχειρήματος. Ωστόσο, προφανείς πολιτικοί, ηθικοί και νομικοί λόγοι επιβάλλουν στην Κυβέρνηση, στο Ελληνικό Κοινοβούλιο να ανταποκριθούν στο αίτημα του ελληνικού λαού να γίνει το καλύτερο δυνατό υπό τις παρούσες συνθήκες προκειμένου να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της διαφθοράς και να εγκαθιδρυθεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό κανόνας διαφάνειας στη δημόσια ζωή.

Είναι χρήσιμες, έχουσες ,όπως είπα, και πρακτική και συμβολική αξία οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο συζητούμενο νομοσχέδιο.  Ασφαλώς, έχει σημασία το γεγονός ότι καταργείται η προβλεπόμενη ειδική παραγραφή για τα αδικήματα που πιθανόν τελούνται από μέλη των Κυβερνήσεων και εξομοιώνεται η παραγραφή με την παραγραφή που ισχύει για όλους τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες. Έχει ιδιαίτερη πρακτική και κοινοβουλευτική σημασία το γεγονός ότι προβλέπεται η σύσταση τριμελούς γνωμοδοτικού συμβουλίου, πριν η Βουλή αποφασίσει τη σύσταση ειδικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης, προκειμένου αυτό να αποφαίνεται για την ουσιαστική και νομική βασιμότητα της ερευνώμενης υπόθεσης, οπότε και γνωμοδοτεί για την ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης ποινικών ευθυνών.

Ξέρετε, η δημιουργία τριμελούς γνωμοδοτικού συμβουλίου με τη συμμετοχή ανώτατων εισαγγελικών λειτουργών δεν καθιστά μόνο πιο αντικειμενική τη θέση των Βουλευτών προκειμένου να κρίνουν αν πρέπει να διερευνηθεί ποινική ευθύνη. Καθιστά μεγαλύτερο και τον έλεγχο της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Διότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεσμεύεται κατά έναν τρόπο ηθικό κυρίως, όχι νομικό, πραγματικό, από αυτό που θα αποτελέσει αντικείμενο της γνωμοδοτήσεως του γνωμοδοτικού συμβουλίου. Δεν μπορεί να αγνοήσει η πλειοψηφία τη γνωμοδότηση. Πολλές φορές συμβαίνει η κομματική εμπάθεια ή το κομματικό κριτήριο να κανοναρχούν στη δίωξη.

Επίσης, ιδιαίτερη σημασία έχει ότι αποφασίζει η Βουλή των Ελλήνων δύο μέτρα ιδιαίτερης νομικής και πρακτικής αξίας, όπως είναι η δυνατότητα της επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης να δεσμεύει, να προχωρεί σε κατάσχεση πιθανών οικονομικών ωφελημάτων που προέρχονται από αδίκημα Υπουργού, όπως και η δυνατότητα που δίνεται να παύει κάθε κίνηση λογαριασμού, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή άλλων άυλων τίτλων με απόφαση του έχοντος την ευθύνη εισαγγελέα στα πλαίσια του δικαστικού συμβουλίου. Με ιδιαίτερη ηθική και συμβολική σημασία, αλλά και πρακτικές συνέπειες είναι η ρύθμιση της επιβολής περιοριστικών όρων σε Υπουργούς και Υφυπουργούς, εάν αυτοί τέλεσαν αδίκημα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης επικροτήθηκε από τη μεγάλη πλειοψηφία της Βουλής των Ελλήνων. Ωστόσο, η υποχρέωσή μας δεν σταματάει εδώ. Ο αγώνας τον οποίο πρέπει να δώσει στο σύνολό του το πολιτικό σώμα, πρώτα απ’ όλα το Ελληνικό Κοινοβούλιο, είναι διαρκής για την κατοχύρωση της διαφάνειας και την καταπολέμηση της διαφθοράς.

Δεν είναι ένας εύκολος αγώνας, δεν είναι μια εύκολη προσπάθεια. Χρειάζονται δεσμευμένες συνειδήσεις και ειλικρινείς προθέσεις, προκειμένου να επιτύχουμε το στόχο μας. Άρα, η προσπάθεια της Κυβέρνησης, η προσπάθεια του ελληνικού Κοινοβουλίου, η προσπάθεια της ελληνικής δικαιοσύνης έχει και πολλές άλλες πλευρές, τις οποίες πρέπει να ψηλαφίσουμε, προκειμένου να ανταποκριθούμε στο αίτημα των Ελλήνων πολιτών ότι σε αυτόν τον τόπο πρέπει να υπάρχουν κανόνες, όπως και τιμωρία, ότι η ενοχή αναγιγνώσκεται και τελικά αποδίδεται.

Θα μου επιτρέψετε όμως, προκειμένου να επιτελέσουμε, στο πλαίσιο της ελληνικής δημοκρατίας, κόμματα και θεσμοί με τον πρέποντα τρόπο την αποστολή μας, να προσεγγίσουμε την πραγματικότητα, την αλήθεια, την ιστορική διαδρομή της μεταπολίτευσης με ακρίβεια. Διέγνωσα και στη συζήτησή μας στην Αίθουσα της Ολομελείας, αλλά και στο δημόσιο διάλογο, τριών ειδών τοποθετήσεις που αφορούν την αλλαγή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών, τη μελλοντική αλλαγή του Συντάγματος και την υποχρέωσή μας να τιμωρήσουμε επίορκους πολιτικούς.

Η πρώτη κατηγορία των δημοσίων αναγγελιών και τοποθετήσεων διακρίνεται για ειλικρίνεια. Ξεκινά από την πραγματική αγωνία ανθρώπων, που σέβονται το λειτούργημά τους και πιστά υπηρετούν τη δημοκρατία και το πολιτικό σύστημα, να αλλάξουν τα πράγματα και γι’ αυτό υποδεικνύουν ιδέες, όπως και ασκούν αυτοκριτική.

Υπάρχει μια δεύτερη κατηγορία δημοσίων τοποθετήσεων που αγγίζει τα όρια της φρενήρους αυτοελεεινολόγησης. Παρατηρείται μία έξαρση διαγκωνισμού ποιος θα πρωτοπρολάβει να πει τη βαρειά φράση δυσμενούς κριτικής σε βάρος του πολιτικού συστήματος, παρότι τα ίδια αυτά πρόσωπα το υπηρετούν, σε μία προσπάθεια να καταδείξουν ότι οι ώμοι τους δεν μπορούν να σηκώσουν καμία ευθύνη, διότι η ευθύνη κατανέμεται σε όλους τους άλλους πλην αυτών. Με αυτόν τον τρόπο υποθέτουν ότι παρίστανται ως αθώοι μάρτυρες της ιστορίας. Αυτούς τους πολιτικούς ακούω στη δημόσια συζήτηση, οι οποίοι δεν προέρχονται από παρθενογένεση και δεν τους γνωρίζουμε για πρώτη φορά, να είναι οι αυστηρότεροι επικριτές του πολιτικού συστήματος και να ζητούν άμεσα μέτρα. Αναρωτιέμαι αν την εποχή που είχαν την ευθύνη να λάβουν μέτρα τα έλαβαν.

Και υπάρχει μια τρίτη κατηγορία δημοσίων τοποθετήσεων. Είναι αυτές που προέρχονται και καθοδηγούνται από εξωθεσμικά κέντρα, συνήθως κέντρα οικονομικής ισχύος, που βάλλουν συστηματικώς κατά του πολιτικού συστήματος, προκειμένου να το ελέγξουν. Όσοι καθοδηγούν τέτοιου είδους ισοπεδωτικές κριτικές προς το πολιτικό σύστημα, τα κέντρα δηλαδή οικονομικής ισχύος είναι αυτά κυρίως που αποτελούν το πιο γλαφυρό παράδειγμα της διαπλοκής.

Να μου επιτρέψετε να υποδείξω σε όσα εκ των μελών του ελληνικού Κοινοβουλίου –λίγα- και σε άλλους πολιτικούς που επιδίδονται σε διαγκωνισμό αυτοκριτικής, ισοπεδώνοντας το πολιτικό σύστημα που υπηρετούν, να κρατήσουν αυτήν τη διάθεση αυτοκριτικής, να γίνουν περισσότερο αποφασιστικοί κι όταν έρθει ο Μεμφιστοφελής για να προκαλέσει τη συνείδησή τους, να ανταποκριθούν πηγαίνοντας ενάντια στο κόμμα τους, για να προστατεύσουν το δημόσιο ήθος και το δημόσιο συμφέρον. Τότε κρίνονται οι πραγματικές συνειδήσεις, οι πραγματικές προθέσεις. Διότι η προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου, η διαφάνεια, η εφαρμογή κανόνων ηθικής στη δημόσια πράξη δεν είναι θέμα διακηρύξεων, δεν είναι θέμα αυτοκριτικής, είναι στάση ζωής, έχει σχέση με το χαρακτήρα καθενός προσωπικά, με τις έμπρακτες αποδείξεις ότι σέβεται κανόνες και ότι πολιτεύεται με σταθερό τρόπο. Πολλές φορές η πολιτική μου θυμίζει τη γνωστή ρήση του Γουίνστον Τσόρτσιλ.

Έλεγε ο Τσώρτσιλ ότι η πολιτική είναι η τέχνη να εξηγείς με επάρκεια τι θα συμβεί τον επόμενο χρόνο και μετά την παρέλευση του χρόνου να εξηγείς με την ίδια επάρκεια γιατί αυτά δεν συνέβησαν.

Ας μην καταστούν αποδείξεις της διατύπωσης του Τσώρτσιλ ορισμένοι εκ των πολιτικών που, ενώ στις κρίσιμες ευκαιρίες οφείλουν να αποδείξουν ότι διαθέτουν χαρακτήρα και συνείδηση, ουδέν πράττουν και αφού παρέλθει ο χρόνος, γίνονται τιμητές του πολιτικού συστήματος και αφηγητές των ευκαιριών που απωλέσθηκαν.

Ας μην αναγορεύσουμε, επίσης,-τα κέντρα οικονομικής ισχύος, που είναι βουτηγμένα στη διαπλοκή, σε τιμητές του πολιτικού συστήματος και του χαρακτήρα των πολιτικών. Αυτό όμως επιβάλλει σ’ όλους τους άλλους, τους ειλικρινείς, να γίνουμε ακόμα πιο αποφασιστικοί στην καταπολέμηση της διαφθοράς.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η καταπολέμηση της διαφθοράς, η τιμωρία επίορκων πολιτικών ή κρατικών αξιωματούχων δεν σχετίζεται τόσο με το ερώτημα εάν ένας νόμος είναι ελλιπής ή πλήρης. Είχα την ευκαιρία και στην Κοινοβουλευτική μας Επιτροπή να επισημάνω ότι η τιμωρία των ενόχων, πρωτίστως είναι θέμα αποφασιστικής πολιτικής στάσης των κομμάτων και των κυβερνήσεων.

Ο καλύτερος νόμος περί ευθύνης Υπουργών στα χέρια μιας κυβέρνησης που δεν είναι αποφασισμένη να επιβάλει την κάθαρση, δεν πρόκειται να αποδώσει. Ένας ελλιπής και μέτριος νόμος στα χέρια μιας κυβέρνησης που είναι αποφασισμένη να επιβάλει την κάθαρση και την τιμωρία, μπορεί να αποδώσει.

Ισχυρίζομαι πως όσα είπε προηγουμένως ο Πρόεδρος του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού, ότι δηλαδή το 2001 με την Αναθεώρηση του Συντάγματος ετελέσθη οιονεί έγκλημα σε βάρος της δυνατότητας των αρμοδίων διωκτικών αρχών να τιμωρούν τον ένοχο, είναι λάθος επιχείρημα, διότι η Αναθεώρηση του 2001 βελτίωσε το καθεστώς στη δίωξη των Υπουργών.

Το προηγούμενο καθεστώς ήταν χειρότερο. Θα σας θυμίσω κάτι που είπε και ο κ. Παυλόπουλος. Τα προϊσχύσαντα Συντάγματα, όπως και οι προϊσχύσαντες νόμοι περί ευθύνης Υπουργών προέβλεπαν ότι η αποσβεστική προθεσμία τελειώνει μαζί με την Πρώτη Σύνοδο της Κοινοβουλευτικής Περιόδου μετά από την Κοινοβουλευτική Περίοδο κατά την οποία τελέσθηκε το έγκλημα. Τώρα τελειώνει στη Δεύτερη Σύνοδο μετά την επίμαχη Κοινοβουλευτική Περίοδο.

Υπό τα προϊσχύσαντα Συντάγματα και σύμφωνα με τις προβλέψεις των νόμων περί ευθύνης Υπουργών προ του ν.3126 υπήρχε η αποθέωση του κομματικού κριτηρίου στη δίωξη. Αυτό εξορθολογίστηκε με την πρόβλεψη να συνιστάται δικαστικό συμβούλιο αποτελούμενο από δικαστικούς λειτουργούς.

Επίσης, προβλέφθηκε με τον ν.3126 μετά από την Αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος ότι οι κατήγοροι δεν είναι Βουλευτές. Σας θυμίζω την αλησμόνητη εκείνη εποχή, όταν βλέπαμε, στην εξαιρετικά δύσκολη θέση, Βουλευτές να είναι οι ασκούντες εισαγγελικά καθήκοντα στο Ειδικό Δικαστήριο. Υπήρξαν βελτιώσεις και αυτό πρέπει να ομολογείται ως αλήθεια, που είναι αναγκαία για την κατανόηση του προβλήματος από τον ελληνικό λαό.

Ασφαλώς χρειάζονται περαιτέρω βήματα. Κατανοήσαμε από την εμπειρία των σκανδάλων, αλλά και από την εμπειρία της κακής εφαρμογής του ισχύοντος νόμου περί ευθύνης Υπουργών, ότι πρέπει να προχωρήσουμε σε γενναίες μεταβολές και τώρα και κυρίως μετά την Αναθεώρηση του Συντάγματος.

Επιτρέψτε μου τώρα να κάνω μια ακόμα παρατήρηση σε συνέχεια των προηγουμένων παρατηρήσεών μου. Ασφαλώς δώσαμε ευκαιρίες, ασφαλώς δώσαμε τις αφορμές στους Έλληνες πολίτες να κοιτάζουν καχύποπτα την πολιτική, γιατί θα έπρεπε να αναλάβουμε και να τηρήσουμε τις δεσμεύσεις μας.

Ναι, το γεγονός ότι δεν διερευνήθηκε η υπόθεση του Χρηματιστηρίου υπήρξε αρνητικό υπόβαθρο για την κρίση του ελληνικού λαού. Το γεγονός ότι δεν ερευνήθηκαν όπως έπρεπε μέχρι τώρα άλλες υποθέσεις που αναδίδουν δυσάρεστη οσμή σκανδάλων, όπως είναι η SIEMENS, το Βατοπέδι ή τα Ομόλογα, ασφαλώς αποτελεί βάση για τη διατύπωση κριτικής εκ μέρους των Ελλήνων πολιτών.

Όμως ιδιαίτερα στις τελευταίες περιπτώσεις δεν ευθύνεται ούτε ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών ούτε το Σύνταγμα. Ευθύνεται ο τρόπος με τον οποίο ορισμένη πολιτική πλευρά, ένα τμήμα του πολιτικού συστήματος διαχειρίστηκε την εφαρμογή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ερωτήθηκα προηγουμένως εάν έχει αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία η Κυβέρνηση σχετικά, παραδείγματος χάρη, με τη SIEMENS. Θέλω να γνωρίζει δια της Βουλής ο ελληνικός λαός ότι την επόμενη Δευτέρα θα επιδοθεί επιστολή του Υπουργού Δικαιοσύνης στη SIEMENS, με την οποία θα κληθούν να παράσχουν εξηγήσεις οι νόμιμοι εκπρόσωποί της. Διότι η Κυβέρνηση έχει ήδη ετοιμάσει τη νομική βάση, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, για την επιβολή υψηλών προστίμων. Θέλω, επίσης, να γνωρίζετε ότι διεξάγεται εντατική συζήτηση προκειμένου η «ηθική» πλευρά των Γερμανών να σκεφθεί ότι οφείλει τουλάχιστον την καταβολή αποζημιώσεων στη χώρα, ανεξάρτητα από την έκβαση του ποινικού μέρους της υπόθεσης. Όμως δεν είμαι αυτή τη στιγμή σε θέση κι ούτε πρέπει να ανακοινώσω κάτι περισσότερο.

Θα συμμεριστώ βεβαίως τη διαπίστωση ότι οι συνήθως κανοναρχούντες Γερμανοί στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αυτοί που κυρίως πρέπει να απολογηθούν, γιατί οι μεγαλύτερες δικές τους εταιρείες και «ναυαρχίδες» του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος είναι πρωταθλήτριες στη διαφθορά σ’ όλο τον κόσμο.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, προσθέτω κάτι ακόμη. Δεν είναι υποχρέωση μόνο της Βουλής των Ελλήνων να επιτελέσει το καθήκον της, στα πλαίσια του άρθρου 86 του Συντάγματος, αποδίδοντας ευθύνες. Είναι και της Δικαιοσύνης. Διότι υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα που μπορεί να ευθύνονται για πιθανά αδικήματα που δεν τελέστηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και συνεπώς δεν εφαρμόζεται ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών. Ή υπάρχουν άλλα πρόσωπα που δεν έχουν την πολιτική, υπουργική ιδιότητα και τα οποία είναι συμμέτοχα.

Είναι αυτονόητη η υποχρέωση της Δικαιοσύνης και των δικαστικών λειτουργών να ωθήσουν τα πράγματα μέχρι το τέλος. Είχα μάλιστα την ευκαιρία πριν από λίγες μέρες να διατυπώσω με επιστολή μου προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου το ερώτημα, προκειμένου να ενημερωθεί ο ελληνικός λαός για όλες αυτές τις υποθέσεις, σε ποιό στάδιο της ποινικής προδικασίας ή ενώπιον ακροατηρίου βρίσκονται αυτές και υποθέτω ότι ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου θα απαντήσει.

Η Δικαιοσύνη δεν αισθάνεται απομονωμένη. Οι δικαστικοί λειτουργοί αισθάνονται -κι οφείλουν να αισθάνονται- ότι πειθαρχούν μόνο στη συνείδησή τους και στο Σύνταγμα και υπολογίζω ότι αυτός είναι ικανός λόγος για να τους δεσμεύει στην άσκηση των καθηκόντων τους.

Επίσης, ένιοι εκ των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, συμπεριφερόμενοι με το συγκεκριμένο τρόπο που είπατε, κύριε Πρόεδρε του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού, απέναντι στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, αποδεικνύουν ότι δεν έχουν κατανοήσει ότι και κατά το Σύνταγμα η πρώτη εξουσία στο καθεστώς της διακρίσεως των εξουσιών είναι η νομοθετική εξουσία. Δεν είναι ούτε η εκτελεστική ούτε η δικαστική εξουσία. Ως καλοί νομικοί και έχοντες εδραία συνείδηση του ρόλου και της αποστολής τους, θα ερμηνεύσουν το Σύνταγμα σωστά, στο μέλλον τουλάχιστον, όπως το έκανε ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναγνωρίζοντας την υποχρέωσή τους να προσέρχονται στη Βουλή, όταν τούτο ζητείται από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας.

Θα κλείσω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με αυτό που θεωρώ ότι είναι αναγκαίο μελλοντικώς να συμβεί με την αναθεώρηση του Συντάγματος. Το πρόβλημα στην αναζήτηση ποινικών ευθυνών Υπουργών και Υφυπουργών είναι ότι επιχειρήθηκε στο παρελθόν και επιχειρείται και τώρα να μετατραπεί μια κατεξοχήν κοινοβουλευτική, πολιτική διαδικασία σε δικαστική.

Αποτελεί εσωτερική αντίφαση της επιλογής που έχουμε κάνει διαχρονικά. Όσο λαμπρή συνείδηση και να διαθέτουν οι Βουλευτές, δεν παύουν να είναι μέλη κομμάτων. Άρα, ακόμα και με έναν αθέλητο τρόπο μπορεί να δεσμεύονται από την κομματική εντολή ή την κομματική υποχρέωση.

Η κοινοβουλευτική διαδικασία, όταν επιχειρείται να μετατραπεί σε δικαστική, ενέχει τον κίνδυνο να πρυτανεύσει όχι το κριτήριο του κρίνοντος δικαστικού λειτουργού, αλλά του κρίνοντος Βουλευτή που δεσμεύεται από την κομματική πειθαρχία. Αυτή την αντινομία στο Σύνταγμα πρέπει να άρουμε.

Κατά την άποψή μου, αυτό που πρέπει να παραμείνει μελλοντικά είναι απλώς η έγκριση της Βουλής για την άσκηση δίωξης. Τίποτα άλλο. Όπως συμβαίνει  με την άρση της ασυλίας των Βουλευτών. Από τη στιγμή που θα αποφασίσει η Βουλή των Ελλήνων άρση της ασυλίας και θα επιτρέψει την άσκηση δίωξης, από εκεί και πέρα το δικαιοδοτικό καθήκον επανέρχεται στα αρμόδια δικαστικά όργανα.

Αυτή θα ήταν μια ορθή λύση. Δεν σημαίνει ότι είναι η μοναδική ιδέα ούτε δεσμεύει κανέναν. Ενδεχομένως άλλοι να διατυπώσουν πολύ πληρέστερες ιδέες απ’ ό,τι εγώ τώρα. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, αυτή πρέπει να είναι η κατεύθυνση κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Advertisement