ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΧΑΡΗ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ «ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΟΥ ΚΥΡΩΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟΝ Ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α΄ 75)»

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ (Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων): Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ευχαριστώ πολύ για τους φιλόφρονες λόγους σας, οι οποίοι θεωρώ ότι στη νομοθετική προσπάθεια όλων των πλευρών και των πτερύγων της Βουλής. Είναι πρέπον για το κύρος του νομοθετικού έργου, για το κύρος του Κοινοβουλίου να νομοθετούμε σε συνθήκες διαλόγου και αμοιβαίου σεβασμού των απόψεων του άλλου.

Θέλω να σας ευχαριστήσω γιατί οι απόψεις τις οποίες εκφράσατε κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή, διευκόλυναν το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ένα δύσκολο νομοσχέδιο να το βελτιώσει και τα εγκλήματα, τα οποία περιγράφονται στο κεφάλαιο του ουσιαστικού ποινικού μέρους, να ενταχθούν με έναν τρόπο αναγνωρίσιμο και ομαλό στην ελληνική έννομη ποινική τάξη.

Η συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και εδώ σήμερα ξεκινά από ένα βασικό ερώτημα: Έχουμε ανάγκη ενός διεθνούς δικαστηρίου που να δικάζει, με τρόπο αντικειμενικό και δίκαιο για τη διεθνή ειρηνική κοινωνική συμβίωση, εγκλήματα σοβαρά όπως είναι τα εγκλήματα γενοκτονίας ή τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας; Η απάντηση είναι αναμφίβολα, ναι. Έχουμε ανάγκη του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, όπως αυτό ιδρύθηκε το 1998.

Οι λαοί και η διεθνής κοινότητα επί χρόνια ατελεύτητα ταλαιπωρήθηκαν από σοβαρότατα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, κατά των λαών. Βομβαρδισμοί ανοχύρωτων πόλεων, γενοκτονίες, λεηλασίες και βαρβαρότητες, όπως βασανιστήρια στη διάρκεια των πολέμων, δεν τιμωρούνταν ποτέ.

Το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο στην πράξη δεν εφαρμοζόταν και η Διεθνής Κοινότητα δεν μπορούσε να δώσει μία πειστική απάντηση σε διαρκώς επαναλαμβανόμενα εγκλήματα κατά τη διάρκεια του ιστορικού ρου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών τα τελευταία μόνο πενήντα χρόνια σκοτώθηκαν από την τέλεση τέτοιων εγκλημάτων περισσότεροι από 86 εκατομμύρια άμαχοι και περισσότεροι από 170 εκατομμύρια άνθρωποι στερήθηκαν θεμελιώδη δικαιώματά τους. Η Διεθνής Κοινότητα, παρά το γεγονός ότι ορισμένα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας περιλαμβάνονταν σε διεθνείς συνθήκες από το 19ο αιώνα, δεν μπορούσε να επιτελέσει το καθήκον της και να δώσει απάντηση σε αυτή τη βάρβαρη προσβολή του ανθρώπου διότι επαφιόταν στις εθνικές έννομες τάξεις να κινήσουν τους δικούς τους δικαιοδοτικούς μηχανισμούς και να τιμωρήσουν. Άλλοτε η απροθυμία και άλλοτε η αδυναμία δεν οδηγούσαν τα έθνη-κράτη στην τιμωρία τέτοιων βαρέων εγκλημάτων κατά του ανθρώπινου είδους.

Κάποια στιγμή –σχετικά πρόσφατα- η Διεθνής Κοινότητα αποφάσισε να ανταποκριθεί στο αίτημα της διεθνούς ειρηνικής συμβίωσης με την προστασία του ανθρώπου, με την καταδίκη των εγκλημάτων της γενοκτονίας ή των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Αποφάσισε να απαντήσει με τη δημιουργία ad hoc ποινικών δικαστηρίων.

Για να δώσω δύο παραδείγματα, εγκλήματα που τελέστηκαν στη Γιουγκοσλαβία ή στη Ρουάντα αντιμετωπίστηκαν με τη δημιουργία ad hoc ποινικών δικαστηρίων. Αλλά τα ad hoc ποινικά δικαστήρια δικαίως επικρίθηκαν για δύο βασικούς λόγους, πρώτον διότι συνήθως η συγκρότησή τους ακολουθούσε των εγκλημάτων, δεύτερον γιατί η συγκρότησή τους είχε σοβαρά προβλήματα νομιμότητας και –προσθέτω- πολλές φορές δεν εφάρμοζαν θεμελιώδεις κανόνες του ουσιαστικού Ποινικού και Δικονομικού Δικαίου.

Επίσης ορθά επικρίθηκαν τα ad hoc δικαστήρια με το σκεπτικό ότι ιδρύθηκαν και εφάρμοσαν το Διεθνές Δίκαιο ως το δίκαιο του νικητή και όχι πάντα ως το δίκαιο του αδικημένου, του θύματος το οποίο επιζητά δικαίωση.

Είναι δίκαιη, λοιπόν, η κριτική που ασκήθηκε στα ad hoc ποινικά δικαστήρια, γι’ αυτό και έπρεπε να εξευρεθεί από τη Διεθνή Κοινότητα ένα σταθερό στη συγκρότησή του Διεθνές Δικαστήριο, ένα δικαστήριο που να αποτελείται από φυσικούς δικαστές, να έχει μόνιμη σύνθεση, να δεσμεύεται με ισχυρό τρόπο από καταστατικό και να επιβάλει αποτελεσματικά τη διεθνή νομιμότητα και την τήρηση του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου. Αυτό ήταν το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο το οποίο ιδρύθηκε το 1998 με έδρα τη Χάγη. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, λοιπόν, παρέχει πολύ περισσότερες εγγυήσεις απ’ ό,τι τα ad hoc δικαστήρια για την εφαρμογή του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και την αποτροπή στο μέλλον εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας ή εγκλημάτων που τελούνται κατά τη διάρκεια του πολέμου σε βάρος προσώπων ή σε βάρος της ιδιοκτησίας.

Εδώ επιτρέψτε μου μία κρίσιμη παρέκβαση: Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο θα επιβεβαιώσει ενδεχομένως τον κανόνα ότι συνήθως επιβάλλεται το δίκαιο του ισχυρού, δηλαδή ότι γεωπολιτικές σκοπιμότητες που συνδέονται με τα συμφέροντα των μεγάλων επιβάλλουν τελικά την όχι και τόσο πιστή τήρηση του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου;

Θα κριθεί στο μέλλον πόσο καλά θα επιτελέσει το καθήκον του το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, όμως λάβετε υπόψη σας, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι πολλοί από τους ισχυρούς δεν υπέγραψαν την ίδρυση και το καταστατικό του.

Δεν υπέγραψαν την ίδρυση και το καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου οι Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν υπέγραψε η Κίνα. Δεν υπέγραψαν η Τουρκία και το Ισραήλ, δηλαδή, δυο χώρες που θα μπορούσαν να έχουν κατηγορηθεί για τέτοιου είδους εγκλήματα. Και δυστυχώς γι’ αυτό το λόγο δεν εφαρμόζεται το καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου σε βάρος αυτών των χωρών.

Παρακαλώ σκεφθείτε ότι μόλις το 2002 οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής απείλησαν ότι θα ανακαλέσουν τους στρατιώτες τους από την ειρηνευτική δύναμη στη Βοσνία, αν δεν επιβαλλόταν το ακαταδίωκτο των στρατιωτών τους. Και τότε το Συμβούλιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών αποφάσισε ότι ναι, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, στρατιώτες χωρών που δεν έχουν υπογράψει την ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου συγκεντρώνουν το ακαταδίωκτο. Απαντώ έτσι στην κ. Κανέλλη και στον κ. Μουλόπουλο, οι οποίοι καλοπροαιρέτως έθεσαν το θέμα της επιβολής και της επικράτησης του δικαίου του ισχυρού.

Το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν τούτο το πρόβλημα το 2002, το γεγονός ότι οι ισχυρές δυνάμεις του πλανήτη δεν έχουν υπογράψει τη σύσταση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, μάλλον οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι οι αδύναμοι της γης, μεταξύ αυτών και η Ελλάς έχουν κάθε δίκιο, έχουν κάθε λόγο να υπερασπιστούν το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, την ίδρυσή του και τη λειτουργία του.

Τώρα τίθεται ένα ερώτημα. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο είναι αυτό που έχει τον πρώτο λόγο στην εκδίκαση των εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας; Από το καταστατικό του και την ιδρυτική του συνθήκη όχι. Αν κανείς αναζητήσει τα Πρακτικά των συζητήσεων στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, αλλά και στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα διαπιστώσει ότι η εθνική δικαιοδοσία έχει το πρωτείο στη δίωξη των εγκληματιών για τα εγκλήματα που τυποποιούνται και περιγράφονται στο συζητούμενο νομοσχέδιο. Είναι συμπληρωματικός ο ρόλος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Δεν θα μπορούσε να είναι πρωτεύων, διότι η εκχώρηση εθνικής δικαιοδοτικής δραστηριότητας σε ένα υπερόργανο, όπως είναι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, δημιουργεί ζητήματα συνταγματικής τάξης σε πολλές χώρες απ’ αυτές που ψήφισαν το καταστατικό του.

Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων είναι χαρακτηριστικό ότι προτάχθηκε η αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων στην δίωξη τέτοιων εγκλημάτων και όχι η αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.

Είναι χαρακτηριστική μια αποστροφή του πρώην Υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας, του Κίνγκελ, ο οποίος ήδη από το 1998, δηλαδή χρόνο ιδρύσεως του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, εδήλωνε «εντούτοις επιτρέψτε μου να κάνω σαφές ότι δεν προτείνω ένα παγκόσμιο υπερδικαστήριο, το οποίο θα αντικαταστήσει την εθνική δικαιοδοσία ή θα μπορεί να αναλαμβάνει υποθέσεις κατ’ επιλογήν του. Αντιθέτως  υπάρχει μια κοινή συναίνεση εντός των Ηνωμένων Εθνών η εθνική δικαιοδοσία να συνεχίσει να έχει την προτεραιότητα. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο θα μπορούσε να παρέμβει μόνο αν τα εθνικά δικαστήρια ήταν ανύπαρκτα, ή ανίκανα, ή απρόθυμα να διώξουν ένα συγκεκριμένο σοβαρό έγκλημα».

Άρα, λοιπόν και στην περίπτωσή μας πρωτείο κατέχεται από τα εθνικά μας δικαιοδοτικά όργανα και μόνο αυτά, αν, θεωρητικά, επιδείξουν απροθυμία ή διάθεση ευνοϊκή προς κάποιον εγκληματία, τότε θα μπορούσε να επέμβει το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.

Και πάντως για να απαντήσω στον αξιότιμο συνάδελφο, κ. Παυλόπουλο, είναι απολύτως αναγκαίο να  υπάρχει το άρθρο 32 το οποίο βεβαίως συνιστά διακήρυξη, αλλά είναι ταυτόχρονα γενικός, δεσμευτικός, ερμηνευτικός κανόνας για τον δικαστή μας. Συνεπώς θα πρέπει να δούμε το δεδικασμένο που ορίζεται στο άρθρο 17 υπό το φως του γενικού ερμηνευτικού κανόνα του άρθρου 32.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σε ό,τι αφορά το άρθρο 15, για το οποίο ζητήθηκε να προβλέπεται μόνον από πρόθεση παράλειψη ανακοινώσεως σχετικού εγκλήματος, θα σας έλεγα, ότι προτιμώ να παραμείνει η διάταξη ως έχει, διότι ήδη ο ερμηνευτικός κανόνας παρέχεται από το άρθρο 15 του ισχύοντος Ποινικού μας Κώδικα. Το άρθρο 15 του Ποινικού μας Κώδικα ορίζει πότε συντελείται ένα έγκλημα δια παραλείψεως με σαφήνεια: «Όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια αν ο υπαίτιος της παράλειψης έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος.»

Άρα, λοιπόν, κρίσιμο στοιχείο για τη νομική μας αξιολόγηση, τη νομική αξιολόγηση του δικαστή, είναι αν αυτός ο οποίος δεν απέτρεψε την ανακοίνωση του εγκλήματος, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση. Κι ένας στρατιωτικός διοικητής, λόγου χάρη, έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση.

Συνεπώς, υπό τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 15 του Ποινικού μας Κώδικα φωτίζεται και το άρθρο 15 του συζητουμένου νομοσχεδίου.

Θα τελειώσω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με κάτι το οποίο αποτελεί οφειλόμενη από το Ελληνικό Κοινοβούλιο ιστορική αναγνώριση: Ναι, έπρεπε να κάνουμε το οριστικό βήμα και κατά τη διαδικασία προσαρμογής στο καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου να τυποποιήσουμε στην εσωτερική μας έννομη τάξη τα εγκλήματα της γενοκτονίας, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τα εγκλήματα πολέμου που τελούνται σε βάρος προσώπων ή της ιδιοκτησίας. Είναι ισχυρό βήμα για την ανύψωση του νομικού μας πολιτισμού, αλλά και συνεισφορά στη διεθνή συζήτηση για το πώς πρέπει στο μέλλον να αποτρέπονται τέτοιου είδους εγκλήματα.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θέλω να σας θυμίσω ότι όταν ο Χίτλερ από το 1939 και εκείθεν άρχισε να σαρώνει την Ευρώπη, κάνοντας την έναρξη από ένα Πολωνικό χωριό, δήλωσε: «Οφείλουμε να πράξουμε όσα πράττουμε…» –αναφερόταν στο ναζισμό και την επέλαση των γερμανικών στρατευμάτων- «…διότι αυτό επιτάσσει το συμφέρον του γερμανικού έθνους. Άλλωστε, και να μας κατηγορήσουν για γενοκτονία, ποιος θυμάται τα εγκλήματα κατά της γενοκτονίας των Αρμενίων και των Χριστιανικών πληθυσμών στη Μικρασία;»

Αυτή η προκλητική δήλωση του Χίτλερ το 1939 δεν θα ήταν δυνατόν να ειπωθεί, εάν προηγουμένως η διεθνής κοινότητα είχε βρει τα κατάλληλα δικαιοδοτικά μέσα για να απαντήσει στο μεγάλο έγκλημα της γενοκτονίας που συνετελέσθη σε βάρος των Χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας μεταξύ των ετών 1915 – 1922. Και δεν θα είχε τη δυνατότητα να επαναλάβει ολοκαυτώματα στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εάν πριν από το 1949, όταν η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών αποφάσισε την τυποποίηση των εγκλημάτων της γενοκτονίας, υπήρχε η σχετική διάταξη.

Γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα είναι μία μαρτυρική χώρα, με ένα δίκτυο μαρτυρικών πόλεων όπου πολλά ολοκαυτώματα συνετελέσθησαν. Και αποτελεί ιστορική δικαίωση των θυσιών του ελληνικού λαού η ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου, με το οποίο, μεταξύ άλλων, τυποποιούνται και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θεωρώ ότι επιτελούμε σήμερα σημαντικό καθήκον. Δεν είναι μόνο νομικό καθήκον. Είναι ιστορικό καθήκον. Είναι καθήκον έναντι των μελλοντικών γενεών. Πιστεύω ότι η Βουλή, ψηφίζοντας στη συντριπτική της πλειοψηφία το νομοσχέδιο αυτό, θα είναι υπερήφανη γιατί το έπραξε.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Advertisement