ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ & ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΧΑΡΗ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ «ΕΠΙΛΟΓΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΣΤΙΣ ΚΟΡΥΦΑΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΟΥ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ».

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ : Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
Ζήτησα το λόγο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, για να κάνω μία δήλωση.
Προηγουμένως όμως, θα μου επιτρέψετε για λογαριασμό της Κυβέρνησης και πιστεύω για λογαριασμό όλων των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου, να εκφράσω τα θερμά μου συλλυπητήρια στον Πρόεδρο της Βουλής, ο όποιος σήμερα απώλεσε τη μητέρα του.
Κύριε Πρόεδρε, η δήλωση μου:

Κατά την χθεσινή συνεδρίαση του Κοινοβουλίου, προκειμένου ο κύριος Τζαβάρας, να αιτιολογήσει, μεταξύ άλλων λόγων, γιατί αποχωρεί από την Ολομέλεια η Νέα Δημοκρατία, απηύθυνε προς την Κυβέρνηση την κατηγορία ότι απελευθερώνει φίλους της εμπόρους ναρκωτικών.

Θα μου επιτρέψετε να διαβάσω ακριβώς το απόσπασμα από την ομιλία του κυρίου Τζαβάρα, σελίδα 106 των πρακτικών της 17/3/2010. Λέει: «Δεύτερον και σοβαρότερο, είναι με Προεδρικό Διάταγμα που ψηφίστηκε» – δεν ξέρω Προεδρικά Διατάγματα να ψηφίζονται, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία- «πριν από ένα μήνα, δίνετε χάρη σε εμπόρους ναρκωτικών που είναι φίλοι σας, σε άλλου είδους τέτοιους καταδίκους, οι οποίοι έχουν συνέπειες από καταδικαστικές αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων. Και ερωτώ: είστε περήφανοι για όλες αυτές τις μεθοδεύσεις;»

Στην συνέχεια, μετά την αποχώρηση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, ο κύριος Τζαβάρας προσήλθε στην αίθουσα των κοινοβουλευτικών συντακτών και διένειμε το Φύλλο του Προεδρικού Διατάγματος, με επιμονή μάλιστα προς τους κοινοβουλευτικούς συντάκτες ότι πράγματι απελευθερώνονται έμποροι ναρκωτικών, που είναι φίλοι του απονέμοντος τη χάρη ή και της Κυβέρνησης.
Εξ’ όσων δε γνωρίζω και με πληροφόρησαν, σήμερα έδωσε συνέχεια και σε ραδιόφωνο.
Πριν σχολιάσω τη δήλωση του κυρίου Τζαβάρα, θα θέσω υπ’ όψιν, κύριε Πρόεδρε, του Ελληνικού Κοινοβουλίου τα στοιχεία.

Πρόκειται πράγματι για Προεδρικό Διάταγμα του Φεβρουαρίου του 2010, με το οποίο απονέμεται χάρη σε μία σειρά καταδικασμένων, όπως άλλωστε συμβαίνει αδιαλείπτως στον τόπο μας από το 1929 μέχρι σήμερα. Η χάρις που απονέμεται, πλην μίας εξαιρέσεως -θα μιλήσω και γι’ αυτήν- δεν είναι χάρισμα ποινής. Οι καταδικασμένοι όλοι τους έχουν εκτίσει την ποινή τους. Πρόκειται για άρση των συνεπειών από την καταδίκη τους, προκειμένου είτε να διοριστούν στο δημόσιο, όπως παραδείγματος χάριν είναι ένας εξ’ αυτών ο οποίος με βάση το Προεδρικό Διάταγμα 164 του κυρίου Παυλόπουλου, μονιμοποιείται στο Δήμο Ρεθύμνης, αλλά έπρεπε να αρθούν οι συνέπειες για να μπορεί να διοριστεί, ή να αποκτήσουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Περί αυτής της χάριτος πρόκειται. Και η μία εξαίρεση για χάρισμα ποινής είναι υπόθεση της δεκαετίας του ’80 για άνθρωπο που ως καπετάνιος συνελήφθη στην Αίγυπτο, καταδικάσθηκε για ναρκωτικά από την αιγυπτιακή δικαιοσύνη στα κάτεργα. Έχει απόφαση καταδικαστική και του Παλέρμο. Όταν ήρθε στην Ελλάδα προσαρμόστηκε η ποινή του με αποφάσεις του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ενώ δικάστηκε –ή για να είμαι ακριβής- υπήρξε βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών της Αθήνας με το οποίο απηλλάγη των κατηγοριών. Τότε δε εισηγητής, προκειμένου να του δοθεί πρώτη φορά χάρη το 1990, ήταν ο  Εισαγγελέας Πρωτοδικών Γεώργιος Σανιδάς.

Η συνέχεια  έχει μεγαλύτερη σημασία. Εξήγησα ότι πρόκειται για άρση των συνεπειών  της καταδίκης. Διότι όλοι αυτοί εξέτισαν την ποινή τους, πλην της περιπτώσεως στην οποία προηγουμένως αναφέρθηκα. Η απόφαση του Συμβουλίου των Χαρίτων είναι ομόφωνη. Η δε συνεδρίαση του Συμβουλίου των Χαρίτων έγινε δύο φορές γι’ αυτές τις υποθέσεις, στις 15 Σεπτεμβρίου του 2009 και στις 22 Σεπτεμβρίου του 2009 υπό την προεδρία του τότε Γενικού Γραμματέα, τοποθετηθέντος από την Κυβέρνηση Καραμανλή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, κ. Αθανασίου Ανδρεουλάκου. Προφανώς μετά από λίγες μέρες, λόγω των εκλογών, έπρεπε οι ομόφωνες αποφάσεις του Συμβουλίου των Χαρίτων στις δύο συνεδριάσεις υπό τον κ. Ανδρεουλάκο, να σταλούν προς υπογραφή από το νέο Υπουργό Δικαιοσύνης.
Υπάρχει δυνατότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης –διότι άκουσα κι αυτό το επιχείρημα- να ανατρέψει ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου των Χαρίτων; Και εν πάση περιπτώσει, για την άρση των συνεπειών της καταδίκης, δεν γνωρίζει –όπως πάντοτε γνωρίζει- και το Νομικό Γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας;

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θεωρώ ότι υπήρξε βαρύτατο ατόπημα από τον κ. Τζαβάρα. Εάν θα ξεκινούσα με κάτι, είναι ότι θα καλούσα τον προηγούμενο Υπουργό Δικαιοσύνης, τον κ. Δένδια, επί των ημερών του οποίου συνεδρίασε το Συμβούλιο των Χαρίτων, θα καλούσα  και τον Γενικό Γραμματέα της Νέας Δημοκρατίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης κ. Αθανάσιο Ανδρεουλάκο, να τοποθετηθούν δημόσια εάν η ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου των Χαρίτων, υπό την προεδρία του κ. Ανδρεουλάκου, ήταν ορθή ή λανθασμένη απόφαση και αν αποδέχονται τις κατηγορίες του συναδέλφου τους κ. Τζαβάρα.

Δεν γνωρίζω τι γνώριζε ο κ. Τζαβάρας, όταν έκανε αυτή τη δήλωση. Η δήλωση όμως και η συμπεριφορά του είναι πολιτικά αήθης, ηθικά απαράδεκτη και ποινικά κολάσιμη. Ζητώ από τον ίδιο τον κύριο συνάδελφο να ανακαλέσει. Άλλως να ανακληθεί στην τάξη με έλεγχό του  από την ηγεσία του κόμματός του. Διαφορετικά θα αξιολογήσω, όπως έχω πει, το ποινικά κολάσιμο της πράξεως. Αλλιώς δεν μπορεί να αποκατασταθεί η ηθική και η τάξη σ’ αυτό τον τόπο. Ευχαριστώ πολύ.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, άκουσα τις αιτιάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τις λέξεις τις υπογραμμίζω. Και ειδικά αυτό για το οποίο θέλω απερίφραστα να τοποθετηθώ είναι ότι όλοι σ’ αυτή την Αίθουσα οφείλουν να μην αγνοούν ότι εδώ, σ’ αυτό το ναό της Δημοκρατίας, στο Κοινοβούλιο, ασκείται και συμβολικά αλλά και πραγματικά η λαϊκή κυριαρχία, χάρις στο αντιπροσωπευτικό σύστημα, χάρις δηλαδή στην παρουσία των εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού. Μεταξύ αυτών είμαι μονάδα και εγώ και απολαμβάνω όλων των δικαιωμάτων που μου απονέμει το Σύνταγμα, κυρίως δε της διατάξεως του άρθρου 60 και 61. Γι’ αυτές τις διατάξεις δεν πρόκειται επ’ ουδενί και κάτω από οποιαδήποτε απειλή να υποστείλω τη σημαία της παρρησίας, η οποία αποτελεί θεμέλιο της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ο κύριος Υπουργός της Διαφάνειας και των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από χθες έχει εξαπολύσει εναντίον μου, ως Βουλευτή, ως αντιπροσώπου δηλαδή του λαού της Ηλείας, μία επίθεση. Θα αποφύγω χαρακτηρισμούς όπως «αήθης» ή «απαράδεκτη».

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, αποδέχομαι την εξήγηση του κ. Τζαβάρα. Ωστόσο οφείλω να επισημάνω ότι πέραν της άρσεως της προσωπικής προσβολής, καλό θα ήταν να υπάρξει και η άρση της προσβολής προς ένα συλλογικό όργανο, προς την Κυβέρνηση.

Κύριε Πρόεδρε, αντιλαμβάνομαι τη θέση του κ. Τζαβάρα. Και πάλι δηλώνω ότι αποδέχομαι την εξήγησή του, οφείλω όμως να σας πω ότι θα επιμείνω σε ένα μόνο στοιχείο, ότι θα ήταν χρήσιμο τα μέλη του Συμβουλίου των Χαρίτων που ομοφώνως πήραν την απόφαση, ο Γενικός Γραμματέας κ. Ανδρεουλάκος και ο πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Δένδιας να τοποθετηθούν, τους καλώ να τοποθετηθούν επί των αιτιάσεων του κ. Τζαβάρα. Υποθέτω ότι μετά από τη σημερινή εξήγηση του κ. Τζαβάρα πιθανότατα και οι ίδιοι να αισθανθούν μία ανακούφιση. Εν πάση περιπτώσει, αφήνω να το κρίνουν οι ίδιοι.

Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.(Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ).

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ : Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η Κυβέρνηση εισηγείται σήμερα στη Βουλή των Ελλήνων νομοσχέδιο το οποίο συνιστά πραγματική τομή στη λειτουργία της δικαιοσύνης. Και είναι τομή, τόσο ο νέος τρόπος με τον οποίον  θα επιλέγεται η ηγεσία της δικαιοσύνης, όσο και η επαναφορά με διαφορετικό τρόπο της αυτοδιοίκησης στους μεγάλους δικαστικούς σχηματισμούς της χώρας.

Είναι πρώτη φορά από συστάσεως του ελληνικού κράτους που με διαφορετικό τρόπο θα επιλέγεται η ηγεσία της δικαιοσύνης. Άρα, δεν ισχύει αυτό το οποίο συνάδελφος ανέφερε, προφανώς χωρίς να έχει υπολογίσει το ιστορικό μέρος της υπόθεσης, ότι κάθε Υπουργός Δικαιοσύνης και κάθε κυβέρνηση αλλάζει τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης.

Το νομοσχέδιο το οποίο έχω σήμερα την τιμή να εισηγούμαι είναι ένα σχέδιο νόμου το οποίο γνώρισε τη βάσανο του δημοσίου διαλόγου. Ζητήθηκε η γνώμη δικαστικών ενώσεων, η γνώμη των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, των δικηγορικών συλλόγων, καθηγητών πανεπιστημίου και, φυσικά, των πολιτικών κομμάτων.

Σε όλη τη διάρκεια του γόνιμου αυτού διαλόγου έγιναν πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Και επειδή ακριβώς εννοούμε τον διάλογο, σειρά παρατηρήσεων που μας έγιναν τόσο από θεσμικούς φορείς της δικαιοσύνης όσο και από  πολιτικά πρόσωπα, τις υιοθετήσαμε.

Από την πλευρά ορισμένων κομμάτων ετέθη το θέμα της αντισυνταγματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων που αναφέρονται στην επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης. Για να στηρίξουν μάλιστα την άποψή τους, έκαναν επιλεκτική αναφορά στη γνώμη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αλλά κατά περίεργο τρόπο δεν θυμούνται όσοι έκαναν αυτήν την επιλεκτική αναφορά ποια γνώμη εξέφρασαν όλοι οι άλλοι. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ομοφώνως γνωμοδότησε ότι είναι συνταγματικές οι διατάξεις. Το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής αποφαίνεται με πολύ μεγάλη σαφήνεια ότι είναι συνταγματικά παραδεκτές οι ρυθμίσεις που αφορούν την επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης. Το σύνολο των ενώσεων των δικαστικών λειτουργών της χώρας με ομοφωνία αποφάνθηκε ότι οι ρυθμίσεις είναι συνταγματικές. Ακαδημαϊκοί, καθηγητές πανεπιστημίου που προσέτρεξαν στο διάλογο, διατύπωσαν την ίδια θέση.

Το επιχείρημα που χρησιμοποιείται είναι ότι το άρθρο 90, παρ. 5 του Συντάγματος απονέμει την αποφασιστική και αποκλειστική αρμοδιότητα στο Υπουργικό Συμβούλιο, άρα, κατά το επιχείρημα αυτό, κανένας άλλος, παραδεκτώς συνταγματικά, δεν μπορεί να μεσολαβήσει στη διαδικασία. Η άποψη είναι απολύτως λανθασμένη. Επιτρέψτε μου να το εξηγήσω:
Πρώτον, η συνταγματική διάταξη παραπέμπει στον κοινό νομοθέτη. Όλα δηλαδή όσα ρυθμίζει σχετικά με την επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης το Σύνταγμα, τα οργανώνει κατόπιν εξουσιοδοτήσεως με νόμο. Άρα, ο νομοθέτης στο πλαίσιο του Συντάγματος παραδεκτώς μπορεί να διαμορφώσει τη διαδικασία.

Δεύτερον, πρόκειται για  θεμιτή διασταύρωση των λειτουργιών της πολιτείας, Δικαστικής και Εκτελεστικής, όταν απονέμεται το δικαίωμα στο Υπουργικό Συμβούλιο να επιλέγει την ηγεσία της δικαιοσύνης. Εάν μεσολαβήσει πέραν του Υπουργικού Συμβούλιου άλλο συλλογικό όργανο, όπως είναι η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, αυτή δεν είναι –θα μπορούσε να αναλογιστεί κανείς- θεμιτή διασταύρωση περισσοτέρων εξουσιών; Η απάντησή μου είναι ότι ήδη έχουμε άλλο συνταγματικό παράδειγμα απολύτως θεμιτής διασταυρώσεως των εξουσιών, χωρίς μάλιστα η συνταγματική αυτή διάταξη να προβλέπει ρητά τη διαμεσολάβηση της Δικαστικής Εξουσίας.

Το άρθρο 86 του Συντάγματος, το οποίο ρυθμίζει τα της  ασκήσεως διώξεως σε βάρος μελών του Υπουργικού Συμβουλίου ή Υφυπουργών, δεν προβλέπει σε καμία διάταξή του ότι καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη φάση της λειτουργίας της Προανακριτικής Επιτροπής μπορεί να επεμβαίνει δικαστικό όργανο. Παρόλα αυτά παραδεκτώς ο κοινός νομοθέτης, στο νόμο περί ευθύνης Υπουργών, δίδει τη δυνατότητα στην Προανακριτική Επιτροπή κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της να αναθέτει σε Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή σε Εισαγγελέα Εφετών συγκεκριμένα κατονομαζόμενες ερευνητικές και ανακριτικές πράξεις.
Αυτή η ρύθμιση του νόμου περί ευθύνης Υπουργών και του Κανονισμού της Βουλής δεν προβλέπεται σε οποιαδήποτε διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος. Υπάρχει μέχρι τώρα κανένας δικαστής, καθηγητής, Βουλευτής ή άλλος τις που έχει διατυπώσει την άποψη ότι ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών είναι αντισυνταγματικός; Κανένας και ορθά. Τους καλώ λοιπόν να σκεφθούν με τον ίδιο τρόπο και για το άρθρο 90 παράγραφος 5 του Συντάγματος.

Άκουσα ότι θα μετατραπεί η διαδικασία σε μία άκριτη κομματική συναλλαγή καθότι θα προστρέχουν οι υποψήφιοι  στα κομματικά γραφεία και ότι επιπλέον κινδυνεύουν, διότι θα αποφανθεί με ισχυρή πλειοψηφία η Διάσκεψη των Προέδρων εκφράζοντας θετική γνώμη, ενώ οι υπόλοιποι  θα επιστρέψουν στα καθήκοντά τους συνοδευόμενοι από αρνητική γνώμη. 

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, προστρέχει κανείς σήμερα σε πολιτικά γραφεία, σε κομματικά γραφεία όταν πρόκειται να επιλέξει το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο, όπως δήλωσε ο κύριος Χατζηγάκης, διαχρονικώς και απολύτως εμπιστεύεται; Όπως είναι γνωστό, σήμερα το Υπουργικό Συμβούλιο, χωρίς καμία προηγούμενη διαδικασία, μετά από αποκλειστική συνεννόηση του Υπουργού Δικαιοσύνης με τον Πρωθυπουργό, χωρίς κανένα εκ των μελών του να γνωρίζει ποιο είναι το βιογραφικό ή ο υπηρεσιακός φάκελος, αποφαίνεται.

Ή υποτίθεται ότι δεν γνωρίζει, όπως λέει ο κύριος Πρόεδρος και ορθά το παρατηρεί. Προτιμούν ορισμένοι την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία είναι αποτέλεσμα μη ελεγχόμενης διαδικασίας μεταξύ του εκάστοτε Υπουργού Δικαιοσύνης και του πρωθυπουργού, αλλά δεν αποδέχονται, γιατί  δήθεν τη φοβούνται, να υπάρξει μία θεμιτή συζήτηση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, όπως αυτά εκπροσωπούνται στη Βουλή και ειδικότερα στη Διάσκεψη των Προέδρων.

Ορισμένοι μάλιστα μεμψιμοιρούντες λένε: «Μα, πώς θα επιλέξει η Διάσκεψη των Προέδρων χωρίς αιτιολογημένη κρίση;». Εκπλήσσομαι μερικές φορές. Το Σύνταγμα επιβάλλει μη αιτιολογημένη κρίση. Όταν το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίζει σήμερα, υπάρχει αιτιολογημένη κρίση; Επιπροσθέτως, το Υπουργικό Συμβούλιο επιλέγει έναν. Οι υπόλοιποι σαράντα που δεν επιλέγονται έχουν κάποια «μαύρη σκιά» στην πλάτη τους, είναι οι απορριπτέοι ενός συλλογικού οργάνου και, συνεπώς, κρίνονται αρνητικά από τους συναδέλφους τους; Δηλαδή, σύμφωνα με όλους αυτούς τους συναδέλφους δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, εάν μεταξύ τριάντα-σαράντα υποψηφίων για τη θέση Αντιπροέδρου ή λιγότερων για τη θέση Προέδρου του Αρείου Πάγου επιλεγεί ένας, αλλά υπάρχει πρόβλημα, εάν μεταξύ έξι που προεπιλέγει το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με την εισηγούμενη ρύθμιση, η Διάσκεψη των Προέδρων μετά από συζήτηση θα αποφανθεί για τρεις.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ό,τι δεν γίνεται κατανοητό από ορισμένα πολιτικά κόμματα είναι απολύτως αντιληπτό για την Κυβέρνηση η οποία κάνει μία ισχυρή – και στο συμβολικό και στο ουσιαστικό πεδίο – κίνηση. Απεκδύεται ενός αποκλειστικού προνομίου της και παρέχει τη δυνατότητα στο πιο νομιμοποιημένο στα όρια της λαϊκής κυριαρχίας συλλογικό όργανο, τη Βουλή των Ελλήνων, να αποφαίνεται. Έχουμε ήδη εμπειρία. Η Διάσκεψη των Προέδρων επιτυχώς έχει επιλέξει πολλούς επικεφαλής ανεξαρτήτων αρχών. Έτσι και τώρα με επιδίωξη ομοφωνίας ή με ελάχιστη πλειοψηφία 4/5 θα επιλέξει την ηγεσία της δικαιοσύνης ή για να είμαι ακριβής θα διατυπώσει γνώμη για την ηγεσία της δικαιοσύνης. Τι μας φοβίζει;
Κάντε, σας παρακαλώ πολύ, μία απλή και απολύτως θεμιτή σύγκριση. Υπάρχει επικεφαλής ανεξάρτητης αρχής που επελέγη από τη Διάσκεψη των Προέδρων ο οποίος να έχει βληθεί ή να έχει κατηγορηθεί; Μπορείτε να ισχυριστείτε το ίδιο για τις λίγες εκείνες περιπτώσεις κορυφαίων δικαστικών λειτουργών που δεν τίμησαν το Δικαστικό Σώμα και την ιστορία του;

Είναι προφανές ότι αυτό που επιδιώκει η Κυβέρνηση είναι η κατά το δυνατό μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση στην επιλογή των κορυφαίων δικαστικών λειτουργών για την ηγεσία της δικαιοσύνης. Η δημοκρατική νομιμοποίηση και ταυτόχρονα η διαφάνεια είναι οι δύο στόχοι. Οι δύο αυτοί στόχοι υπηρετούν έναν άλλον ευρύτερο στόχο, να πάψει η ηγεσία της δικαιοσύνης να έχει τα «αποτυπώματα» της χειραγώγησης από την εκτελεστική εξουσία. Γιατί ορισμένοι δεν το θέλουν; Θα μπορούσε να υπάρξει και άλλη καλύτερη λύση; Η οριστική λύση θα δοθεί στο πλαίσιο της Αναθεώρησης του Συντάγματος μετά το 2013.Θα μπορούσαν και άλλοι να γνωμοδοτήσουν πέραν της Διάσκεψης των Προέδρων; Προφανώς. Θα μπορούσε να είναι ένα μικτό εκλεκτορικό σώμα, όπως είπε ο κύριος Σκυλλάκος. Θα μπορούσε να είναι η οικεία Ολομέλεια, όπως πρότειναν άλλοι συνάδελφοι. Βεβαιότατα, αλλά σκεφθείτε ότι αν αυτό το επιλέγαμε σε μία μεταβατική περίοδο και μόνο για τη διατύπωση γνώμης, όχι για την επιλογή, βαρύνουμε μία διαδικασία που οδηγεί απλώς στη διατύπωση γνώμης. Με αυτόν τον τρόπο κάνουμε υπερβολικά πολύπλοκη και επιβαρυμένη μία διαδικασία που είναι διατύπωση γνώμης και εν πάση περιπτώσει το κατεξοχήν όργανο της λαϊκής κυριαρχίας, πέραν του Υπουργικού Συμβουλίου, είναι η Βουλή των Ελλήνων.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επειδή άκουσα με επιμονή την επαναφορά στη γνώμη του Συμβουλίου της Επικρατείας, έχω να παρατηρήσω ότι κατά το Σύνταγμά μας, όπως ξέρετε, ο έλεγχος της αντισυνταγματικότητας ενός νόμου είναι διάχυτος. Δεν κρίνεται δηλαδή από συγκεκριμένο δικαστήριο, αλλά έχει διαχυθεί η εξουσία σε κάθε βαθμίδα της δικαιοσύνης. Άρα, λοιπόν, ας λάβουμε υπόψη μας, ότι η συντριπτική πλειοψηφία δικαστηρίων, δικαστικών σχηματισμών ή των ενώσεων δικαστών και εισαγγελέων έχουν την άποψη ότι οι ρυθμίσεις είναι απολύτως συνταγματικές.

Σε ό,τι αφορά το αυτοδιοίκητο, καταρχήν θα ήθελα να ευχαριστήσω αυτούς που μου αναγνωρίζουν την ελάχιστη δυνατότητα χρήσεως της ελληνικής γλώσσας και γι’ αυτό ακριβώς θα μου επιτρέψουν να σκεφτώ μαζί τους δυνατά. Όταν μιλάμε για Αυτοδιοίκηση, η έννοια της Αυτοδιοίκησης συνδέεται με τον εκλόγιμο χαρακτήρα αυτών που θα προσκληθούν να διοικήσουν είτε μία τοπική υπόθεση, είτε στην προκειμένη περίπτωση ένα δικαστικό σχηματισμό. Έχετε καμία αμφιβολία ότι περί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως επρόκειτο πριν από το 1967 και μετά το 1974, όταν εκλέγονται προφανώς από το εκλογικό σώμα οι άρχοντες του πρώτου και του δεύτερου βαθμού Αυτοδιοίκησης; Κανένας δεν έχει αμφιβολία ότι πρόκειται περί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως. Στην περίοδο 1967-1974, δηλαδή κατά τη διάρκεια της εκτροπής των συνταγματαρχών, πάλι περί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως μιλούσαμε, αλλά τότε οι δήμαρχοι ήταν διορισμένοι. Θεωρείτε, ότι επρόκειτο περί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως; Άρα, λοιπόν, καλό είναι να σεβαστούμε τον τίτλο του νομοσχεδίου για την επαναφορά του αυτοδιοίκητου.

Ορισμένοι συνάδελφοι είπαν ότι το αυτοδιοίκητο επίσης θα επιβάλλει ένα καθεστώς κομματικών συσσωματώσεων. Αντίφαση πρώτη: Όταν οι ίδιοι θέλουν η ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου να προτείνει την ηγεσία του, εκεί δεν υπάρχει πιθανότητα κομματικών συσσωματώσεων; Μόνο όταν πρόκειται να εκλεγούν τα Τριμελή Συμβούλια υπάρχει κίνδυνος κομματικών συσσωματώσεων;
Δεύτερο: Γιατί φοβόμαστε την Αρχή της Εκλογής; Το ζητούν όλες οι Δικαστικές Ενώσεις. Όλες. Χωρίς καμία εξαίρεση. Το ζητούν δικαστές ως άτομα. Το ζητούν ηγεσίες των δικαστηρίων. Δεν μπορεί, όμως, να υπάρξει ετεροκαθορισμός. Δεν υπάρχει ούτε μία Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, ούτε μία Ένωση Εισαγγελέων, ούτε η Ένωση των Δικαστών του Ελεγκτικού Συνεδρίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που να ισχυρίζονται ότι για χάρη του δικαστηρίου αυτού ο ανώτερος βαθμός πρέπει να επιλέγει τον επικεφαλής του Τριμελούς Συμβουλίου. Και νομίζουμε ότι αυτή είναι μία ορθή άποψη.Γι’ αυτό και ορθά εισηγούμαστε ότι πρέπει να ισχύσει το αυτοδιοίκητο και να αφορά την ολομέλεια του οικείου δικαστικού σχηματισμού.

Επιτρέψτε μου, κύριε Πρόεδρε, ένα λεπτό. Επαναφέρεται το αυτοδιοίκητο στους μεγάλους δικαστικούς σχηματισμούς της χώρας, κύριε Σκυλλάκο, με πολύ περισσότερες βελτιώσεις απ’ ό,τι υπήρχαν στο παρελθόν, με πολύ μεγαλύτερες εγγυήσεις για την ορθή λειτουργία της Αρχής της Αυτοδιοίκησης.

Πάρα πολλοί δικαστικοί λειτουργοί ζήτησαν, π.χ. πλην του Προέδρου, τα υπόλοιπα μέλη του Τριμελούς Συμβουλίου που εκλέγεται, όταν προάγονται, να μετατίθενται. Γιατί; Διότι παρατηρήθηκε κατά το παρελθόν ότι πολλές φορές άνθρωποι, οι οποίοι επρόκειτο να μετατεθούν λόγω προαγωγής, ζητούσαν την ψήφο για να μη μετατεθούν. Αυτό το καταργούμε. Βάζουμε μία σειρά από ασφαλιστικές δικλείδες για να επιλέγονται οι καλύτεροι κι όχι οι λιγότερο καλοί. Επαναφέρουμε, συνεπώς, την Αρχή της Αυτοδιοίκησης βελτιωμένη κατά πολύ συγκριτικά με το παρελθόν, γιατί θέλουμε πράγματι οι δικαστικοί μας λειτουργοί να επιλέγουν τους καλύτερους.

Τέλος, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ισχυρίστηκα ότι και στο συμβολικό και στο ουσιαστικό πεδίο η Κυβέρνηση κάνει ρηξικέλευθη επιλογή, γιατί από τη λανθασμένη επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης μπορούν να παραχθούν, και στο υπόβαθρο της ιεραρχίας, στρεβλώσεις. Είναι κίνηση ισχυρή.
Προφανώς, όμως, τα προβλήματα της Δικαιοσύνης δεν λύνονται, εάν με ένα διαφορετικό τρόπο οργανώσουμε την αυτοδιοίκηση των δικαστηρίων ή με ένα διαφορετικό τρόπο, πολύ πιο σύγχρονο, δημοκρατικό, διαφανή επιλέγεται η ηγεσία της Δικαιοσύνης. Από την πρώτη στιγμή έχω διατυπώσει την άποψη ότι το βασικό πρόβλημα στη λειτουργία σήμερα της Δικαιοσύνης είναι ένα οιονεί καθεστώς αρνησιδικίας, ότι θα πρέπει οι Έλληνες να ανασάνουν στα δικαστήρια, ότι θα πρέπει να απονέμεται και πιο ορθολογικά και πιο γρήγορα η Δικαιοσύνη. Γι’ αυτό ακριβώς μια από τις πρώτες πράξεις της νέας ηγεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ήταν να συστήσει δύο νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, αποτελούμενες από εξαίρετους νομικούς, προκειμένου να ασχοληθούν με το θέμα της επιτάχυνσης της Δικαιοσύνης.

Θέλω να γνωρίζουν οι συνάδελφοι ότι ήδη οι δύο αυτές νομοπαρασκευαστικές έχουν τελειώσει τη σύνταξη σχετικού νομοσχεδίου και θα μου παραδώσουν τα δύο αυτά νομοσχέδια τις επόμενες ελάχιστες ημέρες, οπότε και πάλι θα τεθούν υπόψη των πολιτικών κομμάτων, θα τεθούν και πάλι υπόψη της ακαδημαϊκής κοινότητας, της δικαστικής κοινότητας, εν γένει της νομικής κοινότητας.

Είμαστε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, περήφανοι που εισηγούμαστε ως Κυβέρνηση νομοσχέδιο με ρηξικέλευθες ρυθμίσεις. Πιστεύουμε ότι θα είναι μία ουσιαστική συμβολή στην ανάταξη του κύρους της Δικαιοσύνης.
Με αυτή την έννοια, αφού ευχαριστήσω και πάλι όλους τους συναδέλφους για τη συμβολή τους, καλώ όλους, ανεξαρτήτως τοποθετήσεως, να υπερψηφίσουν την εισήγησή μας.

Ευχαριστώ πολύ.

Advertisement