Σ’ ένα ευρύ τμήμα της κοινής γνώμης έχει σχηματιστεί η πεποίθηση ότι Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος, ότι είναι δυνάμεις του κατεστημένου, ότι οι διαφορές μεταξύ τους είναι διαφορές έντασης που αφορούν την ίδια κατά βάση πολιτική και όχι διαφορές ποιότητας, βάθους και στρατηγικής. Δύο γεγονότα συνέτειναν στην σταδιακή διαμόρφωση αυτής της πεποίθησης. Ο συνεχής προπαγανδιστικός καταιγισμός για την ομοιότητα των δύο πολιτικών κομμάτων που επιτυχώς χρησιμοποίησαν τα κόμματα της Αριστεράς και διάφορα επικοινωνιακά μέσα και η πολιτική μετατόπιση με χρονική αλληλουχία ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας προς τον λεγόμενο μεσαίο χώρο.
Την κυβερνητική δεκαετία 1994-2004 το ΠΑΣΟΚ, πιεζόμενο από τις παγκόσμιες οικονομικές αναδιαρθρώσεις και από τον στόχο της ένταξης στην ΟΝΕ, θα ενσωματώσει στην κυβερνητική πολιτική του μονεταριστικές ιδέες, μετακινούμενο έτσι λίγο δεξιότερα και προς το κέντρο της παραδοσιακής κλίμακας Δεξιάς- Αριστεράς.
Στο τέλος της ίδιας περιόδου ο Καραμανλής ενσωματώνει επιτυχώς στην πολιτική ρητορεία του ιδίου και της Νέας Δημοκρατίας συνθήματα και απόψεις που προνομιακά τις διαχειρίζεται το ΠΑΣΟΚ και η Κεντροαριστερά ευρύτερα, ωθώντας έτσι το κόμμα του πιο κοντά στο μεσαίο χώρο.
Το σημείο συνάντησης των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων στο κέντρο της παραδοσιακής κλίμακας Δεξιάς – Αριστεράς είναι και το σημείο τήξης, το σημείο εξάτμισης των πολιτικών τους ταυτοτήτων. Οι διαφορές που όριζαν με σαφήνεια δύο μεταξύ τους αντιθετικές πολιτικές ταυτότητες φαίνεται να υποχωρούν και να γίνονται δυσδιάκριτες.
Η ήττα της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2004 είχε ως συνέχεια την παρατεταμένη αδυναμία του να συγκροτήσει μια νέα πολιτική και να επαγγελθεί ένα νέο εθνικό σχέδιο για τη χώρα και την κοινωνία, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε δεύτερη ήττα τον Σεπτέμβριο του 2007. Την ίδια ώρα, από το 2004 μέχρι σήμερα, η Δεξιά αποκάλυψε το πραγματικό της πρόσωπο και η πολιτική της διέψευσε παταγωδώς τις προσδοκίες που είχαν γεννήσει η ρητορεία και οι υποσχέσεις του Καραμανλή. Το χειρότερο όλων είναι ότι η θρυλούμενη μετακίνηση της ΝΔ στο μεσαίο χώρο αποδείχθηκε απόλυτη φενάκη σε ελάχιστο πολιτικό χρόνο. Η διαδοχική απόρριψη των κυβερνητικών πολιτικών των δύο κομμάτων ενίσχυσε την σχηματιζόμενη πεποίθηση σε ευρύ τμήμα της κοινής γνώμης ότι τα δύο μεγάλα κόμματα συγκλίνουν στην πολιτική τους και αποτελούν τους πυλώνες ενός καθεστωτικού δικομματισμού.
Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και γενικευμένης κοινωνικής ανασφάλειας η προσλαμβανόμενη από τους πολίτες ταύτιση των δύο μεγάλων κομμάτων μειώνει τις προσδοκίες και τις αναμονές τους για λύση των οξυμένων προβλημάτων τους από τον δικομματισμό και μεταβάλλει την εκλογική συμπεριφορά τους, ωθώντας τους να ενισχύσουν τα άκρα του πολιτικού συστήματος. Η ενίσχυση των άκρων του πολιτικού συστήματος και η αύξηση της αντισυστημικής ψήφου εισάγουν έντονα πλέον στοιχεία κρίσης στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Στον ιστορικό κύκλο της μεταπολίτευσης η πολιτική ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ ήταν ριζικά διάφορη της πολιτικής ταυτότητας της ΝΔ. Τον προγραμματικό λόγο των δύο κομμάτων χώριζε μια διχοτομική γραμμή. Στη σύγκρουση του ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ ενσωματώνονταν ριζικά αντίπαλες ιδεολογικές θέσεις, ιστορικές καταβολές, κοινωνικές στρατηγικές και πολιτικές προοπτικές. Γι’ αυτό και γύρω από τη θεμελιώδη σύγκρουση των δύο πολιτικών κομμάτων, οργανωνόταν και στοιχιζόταν το συντριπτικά μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος. Το τέλος της μεταπολίτευσης και η είσοδος της χώρας σε ένα νέο ιστορικό κύκλο της Δημοκρατίας σηματοδοτείται από την απάμβλυνση των ιδεολογικών εντάσεων, τη σύγχυση σχετικά με τις πολιτικές ταυτότητες των μεγάλων κομμάτων, την ανυπαρξία αξιακών συστημάτων, την έκπτωση της ηθικής της ευθύνης και την αποπολιτικοποίηση της πολιτικής. Η αμφισβήτηση του δικομματισμού είναι παρούσα.
Ένας πρόσθετος σημαντικός λόγος που οδηγεί στην αμφισβήτηση του δικομματισμού είναι η κρίση των αντιπροσωπευτικών σχέσεων. Το κομματικό σύστημα αδυνατεί να εκφράσει ένα σημαντικό μέρος των κοινωνικών δυνάμεων και των πολιτών, αδυνατεί να κατανοήσει και να ερμηνεύσει σύγχρονες κοινωνικές δυναμικές και ευαισθησίες. Μεγάλες κοινωνικές κατηγορίες υποεκπροσωπούνται στον δημόσιο πολιτικό λόγο, δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους και τις ανησυχίες τους στην προγραμματική σύλληψη των κομμάτων. Ποιά είναι η γενιά των 400 ή των 700 ευρώ; Από τι οικογένειες προέρχονται όσοι συγκροτούν την γενιά αυτή, ποιό είναι το καταναλωτικό τους πρότυπο, ποιά είναι η κοινωνική συνείδηση που σχηματίζουν, ποιές οι προσδοκώμενες προοπτικές τους ή οι απορρίψεις που υφίστανται; Τι λένε τα κόμματα για αυτούς, τι επαγγέλλεται ειδικότερα το ΠΑΣΟΚ, πως οργανώνει το μέλλον τους; Παρατηρείται μια εκκωφαντική σιωπή, η γενιά αυτή δεν αναγνωρίζει το πρόβλημα, τον κόσμο της και την προοπτική της στον ιδεόκοσμο του δικομματισμού.
Η νέα εργατική τάξη -άλλο παράδειγμα- σ’ ένα μεγάλο μέρος της συγκροτείται πλέον και στον τόπο μας από οικονομικούς μετανάστες. Η αντίφαση είναι ότι μια υπαρκτή κοινωνική δύναμη είναι αποκλεισμένη από το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, αδυνατεί να επηρεάσει τον κοινωνικό και πολιτικό ανταγωνισμό, αφού στερείται του εκλογικού δικαιώματος.Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να βγει από την κρίση του δικομματισμού, που έχει ως συνέπεια τον περιορισμό και της δικής του εκλογικής επιρροής. Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι μέρος του κατεστημένου, να ακυρώσει την εικόνα του καθεστωτικού δικομματισμού, συνεπώς πρέπει να αποκτήσει μιαν ανατρεπτική πολιτική ταυτότητα.
Η ανατρεπτική πολιτική ταυτότητα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί και να προκύψει στο όνομα του μεσαίου χώρου, δηλαδή με την «μεσαιοποίηση» της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, αφού η συνάντηση των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων στον μεσαίο χώρο αποδείχθηκε το σημείο διάχυσης και σύγχυσης των πολιτικών ταυτοτήτων τους. Η ανατρεπτική πολιτική ταυτότητα μπορεί να συγκροτηθεί με την αποφασιστική κίνηση του ΠΑΣΟΚ να εκταθεί από τον μεσαίο χώρο προς τα Αριστερά του πολιτικού φάσματος.
Αν ισχύει, και ισχύει, ο κανόνας ότι σε περιόδους ανόδου του οικονομικού κύκλου αυξάνονται τα μεσοστρώματα, ενώ αντιθέτως σε περιόδους καθόδου του οικονομικού κύκλου και έντονων οικονομικών πιέσεων συρρικνώνονται τα μεσοστρώματα ή αναζητούν εναγωνίως μορφές ισχυρής κοινωνικής προστασίας, τότε η ριζοσπαστικοποίηση ενός μεγάλου μέρους των κοινωνικών δυνάμεων επιβάλλει και τη ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής επαγγελίας του ΠΑΣΟΚ.Η νέα πολιτική μας ταυτότητα οφείλει να έχει έντονη αξιακή φόρτιση κυρίως με την διατύπωση του αιτήματος για την επανηθικοποίηση της πολιτικής , όχι με όρους φλύαρης ηθικολογίας, αλλά με την θεσμική εγγύηση και διασφάλιση στη δημόσια ζωή της διαφάνειας, του κοινωνικού ελέγχου και της αξιοπρέπειας του πολίτη.
Η ανατρεπτικότητα της πολιτικής ταυτότητας του ΠΑΣΟΚ μπορεί κυρίως να θεμελιωθεί στο αίτημα για τη βαθιά μεταρρύθμιση της Δημοκρατίας και του πολιτικού συστήματος. Μεταρρύθμιση της Δημοκρατίας σε βάθος σημαίνει ότι ανατρέπεται η αποφασιστική επιρροή ισχυρών οικονομικών συμφερόντων και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στα κέντρα λήψης των πολιτικών αποφάσεων και αυξάνεται ,αντιστρόφως, η επιρροή του λαϊκού παράγοντα στα κέντρα και στις διαδικασίες λήψης των μεγάλων αποφάσεων. Πρόκειται ουσιαστικά για μια πολυσήμαντη ανατροπή στις σχέσεις εξουσίας.
Η ανατρεπτική πολιτική ταυτότητα μορφοποιείται στα όρια ενός ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου για τη χώρα και την κοινωνία. Εντός του ολοκληρωμένου αυτού σχεδίου, οι ιδέες, οι προτάσεις και οι προοπτικές που αναλογούν σε κάθε κοινωνική ομάδα ή κατηγορία πρέπει να είναι εύκολα αναγνωρίσιμες και διακριτές από τις ενδιαφερόμενες κοινωνικές τάξεις και ομάδες, ώστε να συγκροτείται κάθε φορά μια σαφής και συμπαγής συμμαχία υπέρ του ΠΑΣΟΚ.
Για το ΠΑΣΟΚ είναι η ώρα των ανατροπών.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...