Τα τελευταία χρόνια το πολιτικό μας σύστημα παρουσιάζει σημάδια κόπωσης και δημοκρατικά ελλείμματα στη λειτουργία του. Η αντιπροσωπευτικότητα του συστήματος έχει αποκτήσει μια τυπικότητα χωρίς στοιχεία ουσιαστικού κοινωνικού ελέγχου, η εκτελεστική εξουσία παρουσιάζεται ιδιαιτέρως ενισχυμένη έναντι κυρίως της νομοθετικής και το σύνολο των συντεταγμένων εξουσιών απειλείται συχνά από την ασύμμετρη υπονόμευση πολλών νέων εξωθεσμικών κέντρων ισχύος.
|
Είναι ανάγκη να ανοίξουμε τη συζήτηση για τη βελτίωση της ποιότητας του πολιτικού μας συστήματος με την ενίσχυση και εμβάθυνση του δημοκρατικού του χαρακτήρα.
Απαιτείται αρχικά μια πιο ισορροπημένη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, με τη δημιουργία μέσων και μηχανισμών που εξισορροπούν την πυκνή εξουσία του συστήματος διακυβέρνησης. Μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος, το 1985, παρατηρείται η διπλή τάση αφ’ ενός να ενισχύεται η εκτελεστική εξουσία και αφ’ ετέρου να ενισχύεται ταυτόχρονα ο πρωθυπουργός στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Γι’ αυτό και γίνεται συχνά λόγος για «πρωθυπουργοκεντρική» εξουσία.
Πρόσφατες εμπειρίες καταδεικνύουν ότι, αν ο πρωθυπουργός επιλέξει να ασκήσει πολιτική για την οποία εκδηλώνονται ισχυρές κοινωνικές αντιστάσεις και τα εμπλεκόμενα μέρη επιμείνουν στην αντίθεσή τους, υπάρχει πιθανότητα να δημιουργηθούν αδιέξοδα με σοβαρές επιπτώσεις τόσο για την κοινωνία όσο και για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Είναι φανερό ότι πρέπει να αντιρροπηθεί η πυκνή εξουσία του συστήματος διακυβέρνησης με την εγκατάσταση μέσων και διαδικασιών που θα λειτουργούν ως ασφαλιστικές δικλίδες για μια δημοκρατική ισορροπία.
Θα ήταν χρήσιμο να αναθεωρήσουμε το άρθρο 44 του Συντάγματος και να παράσχουμε τη δυνατότητα στην κοινωνία να επιβάλλει τη διεξαγωγή τοπικού ή εθνικού δημοψηφίσματος. Σε μια στιγμή αδιέξοδων κοινωνικών συγκρούσεων και ρήξεων πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα στις κοινωνικές δυνάμεις να εκφράζουν με δημοκρατικό τρόπο συγκεκριμένη γνώμη, που να δεσμεύει την τελική απόφαση και πράξη κάθε κυβέρνησης. Το δικαίωμα στην πρόκληση δημοψηφίσματος πρέπει ασφαλώς να ασκείται με συγκεκριμένους όρους και υπό αυστηρές προϋποθέσεις.
Το ερώτημα που μπορεί να προκύψει είναι αν άλλες εξουσίες, όπως η δικαστική, ή αντιπροσωπευτικά όργανα, όπως οι συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις, θα είχαν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν την επιδιωκτέα δημοκρατική ισορροπία. Μερικώς αυτό ισχύει, αλλά όχι σε ικανοποιητικό βαθμό, διότι η μεν δικαστική εξουσία έχει οριοθετημένη δικαιοδοσία, οι δε συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις δεν έχουν κάθε στιγμή ούτε για κάθε θέμα την αναγκαία δημοκρατική νομιμοποίηση.
Η έκφραση της λαϊκής γνώμης, που διατυπώνεται με τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή μέσω ενός δημοψηφίσματος, είναι η μοναδική λύση για να δεσμευτεί η κυβερνητική πράξη σε οριακές καταστάσεις, στις οποίες δοκιμάζεται η κοινωνική συνοχή και η αντοχή της δημοκρατίας.
Ηδεύτερη ανάγκη είναι να περιορίσουμε δραστικά, αν όχι να εξαφανίσουμε, τις σχέσεις πατρωνίας και πελατείας και να εξασφαλίσουμε την αυτονομία της πολιτικής. Οι πελατειακές σχέσεις είναι ένα τυπικό γνώρισμα του νεοελληνικού δημόσιου βίου.
Η εμφάνιση και η ανάπτυξη των πελατειακών σχέσεων αποστερεί την πολιτική από ουσιώδες περιεχόμενο και συχνά την εκτρέπει από την αποστολή της. Παρότι κατά καιρούς έγιναν θαρραλέα βήματα για την καταπολέμησή τους, το πρόβλημα δεν έχει επιλυθεί. Η εισαγωγή π.χ. αντικειμενικού συστήματος προσλήψεων στον δημόσιο τομέα υπό την εποπτεία ανεξάρτητης αρχής αποτέλεσε απόφαση-τομή και απέκοψε τον ομφάλιο λώρο μεταξύ πατρώνων πολιτικών και εκλογέων πελατών.
Παρενθετικά σημειώνεται η τεράστια ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης να υπονομεύσει ποικιλοτρόπως το αντικειμενικό αυτό σύστημα. Η μοριοποίηση, επίσης, των μεταθέσεων ορισμένων κατηγοριών δημοσίων υπαλλήλων αποτέλεσε ένα ακόμη θετικό βήμα. Το πρόβλημα όμως παραμένει.
Οι σχέσεις πατρωνίας-πελατείας παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και ευελιξία. Συνήθως αναδιοργανώνονται σε άλλα πεδία με επικίνδυνες συχνά διαστάσεις. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις οβιδιακής μεταμόρφωσης των πελατειακών σχέσεων στις μέρες μας είναι ο έλεγχος πολιτιστικών σωματείων, συνδικαλιστικών οργανώσεων, μη κυβερνητικών οργανώσεων και περιφερειακών μέσων μαζικής ενημέρωσης μέσω των κρατικών χρηματοδοτήσεων ή άλλων κρατικών ενισχύσεων.
Ενα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι σχέσεις που διαμορφώνονται μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας στα σημεία της επαφής τους. Αυτό που συχνά προηγείται της εμφάνισης τέτοιων πελατειακών σχέσεων είναι η απόπειρα ελέγχου της βούλησης των πολιτικών κομμάτων μέσω ισχυρών ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων.
Τίθεται λοιπόν το θέμα της διοργάνωσης της αυτονομίας των πολιτικών κομμάτων. Η αυτονομία της πολιτικής, δηλαδή η δυνατότητα της πολιτικής να αποφασίζει με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον ή το ευρύτερο κοινωνικό συμφέρον, είναι από τα πιο μεγάλα θέματα της σύγχρονης δημοκρατίας. Δεν υπάρχει προφανώς μία και οριστική απάντηση στο αίτημα για την αυτονομία της πολιτικής. Μπορούν να διατυπωθούν, όμως, ορισμένες προτάσεις.
Ηπρώτη είναι να κατατείνουμε στη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων αποκλειστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό και από την εισφορά των εγγεγραμμένων στους καταλόγους των κομμάτων μελών. Από έλλειψη ενημέρωσης, σε αρκετούς πολίτες έχει διαμορφωθεί η γνώμη ότι η δημοκρατία κοστίζει υπερβολικά.
Θα ήταν χρήσιμο να ακυρώσουμε αυτήν την αντίληψη. Αξίζει να σημειωθεί ότι σήμερα ο προϋπολογισμός χρηματοδοτεί τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων σε ποσοστό περίπου 0,02% των συνολικών του δαπανών. Ας σκεφτούμε πόσα έχει να κερδίσει η χώρα και το κοινωνικό σύνολο από μια αυτόνομη και ορθώς λειτουργούσα πολιτική.
Ενας ακόμη στόχος πρέπει να είναι η δημιουργία συνθηκών διαφάνειας στη λειτουργία της κυβέρνησης και του κράτους. Με ένα πλέγμα σαφών κανόνων που επιβάλλουν την αυστηρή διαχείριση των δημόσιων πόρων, τον ταχύ και αποτελεσματικό πειθαρχικό έλεγχο, τον εξορθολογισμό στο σύστημα ανάθεσης δημοσίων έργων, συμβάσεων και προμηθειών διευκολύνεται η ταχεία λήψη των αποφάσεων, χωρίς περιττές αμφισβητήσεις, και η παραγωγή εμφανούς αναπτυξιακού αποτελέσματος.
Ητρίτη ανάγκη είναι να αποκαθάρουμε τη σχέση εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας από αποτυπώματα αλληλοχειραγωγήσεων της μιας από την άλλη. Ο πιο ορατός τρόπος για να επιχειρηθεί χειραγώγηση του δικαστικού σώματος είναι ο τρόπος με τον οποίο αναδεικνύεται η ηγεσία των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας. Μια πολιτικά ελεγχόμενη δικαστική ηγεσία εξασφαλίζει εν πολλοίς και τον έλεγχο των κατωτέρων δικαστών. Η επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας αποτελεί αποκλειστική προνομία της εκάστοτε κυβέρνησης. Αυτή η αρχή πρέπει να καμφθεί.
Η ορθότερη λύση θα ήταν η κυβέρνηση να επιλέγει από λίστα τριπλάσιου αριθμού υποψηφίων για τη συγκεκριμένη κενή θέση του προέδρου ή των αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και για τη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Τη λίστα των υποψηφίων συντάσσει εκλεκτορικό σώμα αποτελούμενο από πέντε προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, πέντε πρωτοβάθμιους καθηγητές των Νομικών Σχολών όλων των ΑΕΙ και από τον πρόεδρο και τους αντιπροέδρους του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο οποίο αναφέρεται η επιλογή. Οι πρόεδροι των Δικηγορικών Συλλόγων και οι καθηγητές των ΑΕΙ ορίζονται στο εκλεκτορικό σώμα ύστερα από κλήρωση μεταξύ όλων των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων και όλων των πρωτοβάθμιων καθηγητών των νομικών σχολών. Η κλήρωση πραγματοποιείται ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.
Ορθή εναλλακτική λύση στην παραπάνω πρόταση θα μπορούσε επίσης να είναι η ακρόαση τριπλάσιου αριθμού υποψηφίων για την πλήρωση των κενών θέσεων της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή και η σύνταξη σχετικής έκθεσης από τη Βουλή των Ελλήνων, πριν το υπουργικό συμβούλιο προχωρήσει στην επιλογή του.
Οι παραπάνω προτάσεις είναι προφανώς ενδεικτικές. Ο δημόσιος διάλογος μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερες. Οφείλουμε γι’ αυτό να τον ανοίξουμε.