Συνέντευξη στον Βαγγέλη Γιακουμή Εφημερίδα ΤΟ ΠΑΡΟΝ, Κυριακή 2 Ιουλίου 2000

ΕΡ: Κύριε Καστανίδη, συναντηθήκατε πρόσφατα με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδας Χριστόδουλο. Ποια ήταν η εικόνα που αποκομίσατε; Σας ρωτώ επειδή υπάρχουν διάφορες απόψεις επί του θέματος αυτού, όπως η αδιαλλαξία ή οι ακραίες τάσεις κλπ.

ΑΠ: Για τη συνάντησή μου με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο δεν έχω να κάνω κάποιο δημόσιο σχόλιο. Επιθυμώ απλώς να εκφράσω την ελπίδα μου ότι θα αποβεί χρήσιμη για την εκτόνωση της εντάσεως μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας. Σε ό,τι αφορά τις εκτοξευόμενες κατηγορίες περί αδιαλλαξίας, έχω να παρατηρήσω ότι συνήθως οι πιο αδιάλλακτοι είναι αυτοί που κατηγορούν τους άλλους για αδιαλλαξία.

Είναι αλήθεια ότι εδώ και καιρό κυριαρχεί στην επικαιρότητα το θέμα των ταυτοτήτων, θέμα το οποίο θα μπορούσε να είχε επιλυθεί χωρίς προστριβές. Και είναι κρίμα γιατί στον κουρνιαχτό αυτής της αντιδικίας κρύφτηκαν μεγάλα θέματα, όπως η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ ή δεν συζητώνται άλλα εθνικής σπουδαιότητας. Θα έπρεπε εξαρχής να κατανοηθεί ότι το θέμα των ταυτοτήτων είναι φορτισμένο με έντονα συμβολικά χαρακτηριστικά και συνεπώς δεν θα επελύετο, ως εάν επρόκειτο για μια σύγκρουση με μια οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα. Όσοι γνωρίζουν σε βάθος τις ιστορικές σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας, και τις κατά καιρούς συγκρούσεις για τον προς ανατολάς ή προς δυσμάς προσανατολισμό της χώρας, θα περίμεναν διαφορετικούς χειρισμούς από την κυβέρνηση. Τα ζητήματα πίστης συγκινούν ευρύτερα στρώματα του ελληνικού πληθυσμού γι αυτό και οι εμφανιζόμενοι ως εκπρόσωποι του δυτικού ορθολογισμού θα όφειλαν να είναι περισσότερο έλλογοι και διαλεκτικοί.

ΕΡ: Τί πρέπει να γίνει από δω και πέρα, ώστε να αποκλιμακωθεί η ένταση των δύο πλευρών; Η δική σας πρόταση στο θέμα της αναγραφής ή μη του θρησκεύματος στις ταυτότητες, ποια είναι;

ΑΠ: Η μόνη λύση είναι η ύπαρξη επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών. Είναι ανάγκη να αρχίσει συζήτηση σε επίπεδο κορυφής χωρίς ημερήσια διάταξη και με μοναδικό στόχο την αλληλοκατανόηση. Το ερώτημα που τίθεται από ορισμένη πλευρά, είναι τι θα συζητηθεί σε μια τέτοια συνάντηση, αφού το θέμα θεωρείται από την κυβέρνηση λήξαν; Η απάντηση είναι ότι μία συζήτηση αλληλοκατανοήσεως ακυρώνει τις αμοιβαίες καχυποψίες και βοηθά στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης. Δεύτερον, υπάρχουν και άλλες λύσεις σχετικά με την αναγραφή ή μη του θρησκεύματος στις ταυτότητες, που δεν έχουν συζητηθεί και που διευκολύνουν στην επίλυση του προβλήματος, χωρίς να ταπεινωθεί κάποια από τις δύο πλευρές. Σε ό,τι αφορά την ουσία του θέματος έχω πει ότι, πράγματι, νομικά το θρήσκευμα δεν αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας. Τα πράγματα όμως αλλάζουν, αν σκεφτούμε ότι υπάρχουν πολλοί Έλληνες πολίτες που αισθάνονται ειλικρινώς ότι θίγεται το θρησκευτικό τους συναίσθημα, γιατί η πίστη τους αποτελεί στοιχείο της ιδιοπροσωπίας τους. Γι αυτό και εξαρχής τάχτηκα υπέρ της προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Όπως, όμως, επεσήμανα ήδη, υπάρχουν και άλλες λύσεις που δεν έχουν συζητηθεί. Να η χρησιμότητα του διαλόγου.

ΕΡ: Η κυβέρνηση με ποιο τρόπο θα μπορούσε να δώσει διέξοδο στο καυτό θέμα των ημερών μας με τις ταυτότητες; Κατά τη γνώμη σας ,είναι θέμα γοήτρου, το αν θα καλέσει σε διάλογο η ίδια την εκκλησία, ή η εκκλησία την κυβέρνηση και τον κ. Σημίτη προσωπικά; Και τέλος, θα ήθελα να σχολιάσετε το φαινόμενο που παρατηρείται να μην βγαίνουν υπουργοί ή βουλευτές να υπερασπιστούν την άποψη της κυβέρνησης, αντίθετα όμως να βλέπουμε πολιτευτές ή βουλευτές από άλλα κόμματα, όπως π.χ. το Συνασπισμό, να συμπλέουν και να υποστηρίζουν θερμά τις απόψεις του κ. Σημίτη.

ΑΠ: Το ερώτημα για το ποιος θα έχει τη πρωτοβουλία του διαλόγου και ποιού το γόητρο θα βλαφτεί, εάν καλέσει σε διάλογο, μου θυμίζει δύο αξιωματούχους αντιθέτων χωρών που είναι έτοιμοι να πυροδοτήσουν πυρηνικές κεφαλές και, ενώ γνωρίζουν ότι μπορούν να συζητήσουν, αναρωτιούνται, αν θα κινδυνεύσουν να θεωρηθούν ότι ηττήθηκαν, εάν πρώτοι ξεκινήσουν τη διαδικασία απεμπλοκής. Παρατηρώ και εγώ μαζί σας, ότι πολλά στελέχη του Συνασπισμού υποστηρίζουν σθεναρά τις απόψεις της κυβέρνησης. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα ευχάριστο φαινόμενο γιατί υπάρχουν περισσότεροι υποστηρικτές μιας κυβερνητικής θέσης. Όμως, συχνά τα στελέχη του Συνασπισμού επιδεικνύουν ένα φανατισμό που δεν συνάδει προς το φλογερό προεκλογικό τους σύνθημα ότι με την Κυβέρνηση όλα πάνε «δεξιά». Χαίρομαι που τώρα ανακαλύπτουν τις καλές πλευρές του ΠΑΣΟΚ. Αναρωτιέμαι, αν αυτό το κάνουν ως αυτοκριτική ή ως προσπάθεια να υπερβούν τα εσωτερικά τους αδιέξοδα. Οφείλω στο σημείο αυτό να επισημάνω, ότι ο φανατισμός ορισμένων διανοητών και εσχάτως συνοδοιπόρων του ΠΑΣΟΚ, τους έχει οδηγήσει σε τέτοια απρέπεια, ώστε να τολμούν να υποδεικνύουν σε στελέχη του ΠΑΣΟΚ πώς να συμπεριφερθούν, υποδεικνύοντας π.χ. να ανατρέψουν την κυβέρνηση Σημίτη ή να αποφύγουν μια νέα αποστασία. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι και οι ίδιοι κύκλοι που, μέσα σε ένα κλίμα αντιπασοκικής υστερίας, προσπαθούσαν να μοιράσουν τα ιμάτια του ΠΑΣΟΚ. Αυτό που εγώ γνωρίζω, είναι ότι ο Διαφωτισμός δεν διαχωρίζει, αλλά ενοποιεί, δεν αρνείται, αλλά διαλέγεται, δεν δογματίζει, αλλά ερμηνεύει και εξηγεί.

ΕΡ: Με ποιούς τομείς χρειάζεται να ασχοληθεί περισσότερο η κυβέρνηση, και γιατί μέχρι τώρα δεν μπόρεσε να προχωρήσει όσο θα έπρεπε;

ΑΠ: Θυμίζω ότι βασική προεκλογική μας επαγγελία πριν από λίγους μήνες, υπήρξε η ανακούφιση των πιο αδύνατων και ασθενέστερων οικονομικά τάξεων. Η οικονομική πρόοδος και η επιτυχία ενός οικονομικού συστήματος προϋποθέτει την κοινωνική συνοχή, την ενίσχυση και ενσωμάτωση των κατωτέρων τάξεων. Αυτή λοιπόν πρέπει ναι είναι η προτεραιότητα της κυβερνητικής πολιτικής.

ΕΡ: Είναι γνωστό, ότι έχετε διατελέσει και υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών και με δεδομένο αυτό, επειδή προφανώς γνωρίζετε τα θέματα του υπουργείου, θα ήθελα να σχολιάσετε τα πρόσφατα γεγονότα στην Ο.Α. καθώς και τη θέση του κ. Πάγκαλου, επίσης πρώην υπουργού Μεταφορών, ότι το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του είναι ότι δεν έκλεισε την Ο.Α.

ΑΠ: Η Ολυμπιακή Αεροπορία αντιμετωπίζει ένα δράμα. Είναι η πιο δυσφημισμένη εταιρεία του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στερείται έτσι υποστηρικτών, παρότι αυτοί που την δυσφήμισαν έχουν και τη μεγαλύτερη ευθύνη για την πτώση της. Το κράτος, ως μοναδικός μέτοχος, είναι αυτό που ποτέ δεν πλήρωσε την ΟΑ προκειμένου να διατηρεί την επικοινωνία με τις εσχατιές του εθνικού μας χώρου. Το κράτος είναι αυτό που ποτέ δεν συνεισέφερε τη συμμετοχή του στις διαδοχικές, επί μία 25ετία, αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου της Ολυμπιακής. Το κράτος είναι αυτό που ασκήθηκε σε πελατειακή πολιτική στην ΟΑ. Και αφού την κατατροπώσαμε, τη βρίζουμε και από πάνω. Σαν να μην έφτανε αυτό, τα τελευταία δύο χρόνια έγιναν και αχαρακτήριστες επιλογές με προφανή στόχο, όσων τις είχαν, να της αφαιρέσουν μερίδια της αγοράς. Αν οι συνδικαλιστές έχουν σαφή ευθύνη, τη μεγαλύτερη την έχει το κράτος.

ΕΡ: Στα εσωκομματικά του ΠΑΣΟΚ τί βλέπετε κ. Καστανίδη; Συνέδριο έρχεται σε δύο χρόνια, πολλοί αρχηγοί ξεπροβάλουν σιγά σιγά, ακόμη και συμπατριώτες σας. Ποια νομίζετε ότι θα είναι ή θα πρέπει να είναι η στάση του κ. Σημίτη;

ΑΠ: Δεν γνωρίζω τι θα γίνει στο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ σε δύο χρόνια. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι Πρωθυπουργός και Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είναι ο Κ. Σημίτης. Και όπως με πολλή καθαρότητα αποσαφήνισε ο ίδιος θα οδηγήσει το ΠΑΣΟΚ και στις επόμενες εκλογές. Συνεπώς, όσοι βιάζονται, δεν βοηθούν στην εσωτερική ηρεμία που έχει ανάγκη το ΠΑΣΟΚ για να αντιμετωπίσει τα κρίσιμα προβλήματα του τόπου.

ΕΡ: Αυτό τον καιρό μέσα στο ΠΑΣΟΚ γίνεται κουβέντα για επανίδρυση του κόμματος, για αναγέννηση, για ανασύνταξη. Θα ήθελα να σας ρωτήσω, επανίδρυση του ΠΑΣΟΚ ή αναγέννηση μπορεί να γίνει με τα ίδια άτομα;

ΑΠ: Το ερώτημα σας είναι εύστοχο. Όταν σ’ ένα γωνιακό μαγαζί οι πωλητές έχουν διώξει τους πελάτες, δεν γίνεται με τους ίδιους να τους φέρεις και πάλι πίσω. Αναφέρομαι μόνο στο χώρο των στελεχών και του οργανωμένου ΠΑΣΟΚ γιατί ο ελληνικός λαός έτσι και αλλιώς στηρίζει την παράταξη.

ΕΡ: Η κατάσταση που επικρατεί μέσα στο ΠΑΣΟΚ δεν θα λέγαμε ότι είναι ρόδινη. Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για όλα τα θέματα, συγκρούσεις που στο παρελθόν είχαν πάρει μεγάλες διαστάσεις, αλληλοκατηγορίες για την ύπραξη νεοεκσυγχρονιστών και αναχρονιστών. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, τί πρέπει να γίνει, ώστε το κυβερνών κόμμα πραγματικά να ανανεώσει το υπάρχον πολιτικό προσωπικό.

ΑΠ: Αυτή η διάκριση μεταξύ εκσυχρονιστών και αναχρονιστών, μεταξύ παλαιού και νέου ΠΑΣΟΚ, είναι μια τυραννία που επιβάλουν, όσοι ενδιαφέρονται να διατηρήσουν τους συσχετισμούς τους για την άσκηση της εσωτερικής εξουσίας. Τέτοιοι πραγματικοί διαχωρισμοί, δηλαδή διαχωρισμοί που να έχουν πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο δεν υπάρχουν στο ΠΑΣΟΚ. Προσοχή, σας μιλάει ένας εκσυχρονιστής που, όμως, δεν απώλεσε την ιστορική του μνήμη!

Με ρωτάτε πως θα ανανεωθεί το πολιτικό προσωπικό. Η απάντηση μου είναι ότι δεν υπάρχει τεχνητός τρόπος που να είναι κοινά αποδεκτός. Ο μόνος αποδεκτός και δημοκρατικός τρόπος είναι η ανανέωση που επιβάλει το εκλογικό σώμα. Δεν έχω την αυταπάτη ότι τα πρόσωπα της κομματικής εξουσίας θα δέχονταν, σε μια επίδειξη αλτρουισμού, να θυσιαστούν και να αυτοκαταργηθούν χάριν των άλλων.

ΕΡ: Και μια τελευταία ερώτηση. Το θέμα της διεύρυνσης έτσι όπως γίνεται μέσα στο ΠΑΣΟΚ σας ικανοποιεί; Είναι θέμα προσώπων ή κατάλληλης πολιτικής που πρέπει να εφαρμοστεί;

ΑΠ: Είναι ευχάριστο να αθροίζονται νέες δυνάμεις στις παλαιές που υποστηρίζουν το ΠΑΣΟΚ. Αυτό όμως που έχει κυρίως σημασία, είναι να επιλέγουμε πάντοτε τις ορθές πολιτικές, που αδιάκοπα αναδιατάσσουν τις κοινωνικές συμμαχίες και διαμορφώνουν ευρύτερες πολιτικές πλειοψηφίες. Το ζήτημα για το ΠΑΣΟΚ είναι, τί πολιτική επιλέγει κάθε φορά που συναντά την ευρύτερη δυνατή κοινωνική συναίνεση και την αντίστοιχη πολιτική πλειοψηφία. Τότε και τα νέα πρόσωπα που αθροίζονται έχουν ιδιαίτερη σημασία για την προοπτική του ΠΑΣΟΚ.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s